Η γυναίκα που έχει τα χρονάκια της, είναι έμπειρη, και πιθανόν ελαρφώς ψωμωμένη.

Από το «σιτεύω» (= εκτρέφω, παχαίνω (μτβ), αφήνω (το κρέας) να τραβήξει ζουμί, κλπ).

Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε θετικά ή αρνητικά.

- Μανία με τις σιτεμένες ρε μαλάκα, φέρε και καμιά μουνίτσα να χαρεί το μάτι μας!... τη μαμά σου θες να έχεις γκόμενα;
- Ίσα ρε Γιαλόμα, εγώ τις γαμώ, εσύ τι ζόρι τραβάς;

H Brigitte Batdot σιτεμένη αλλά με την κακή έννοια (από Vrastaman, 22/02/09)Fanny Ardant, με την καλή έννοια! (από Vrastaman, 22/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία