Η λέξη μπαμπέσης σημαίνει πονηρός και ύπουλος άνθρωπος. Είναι προελεύσεως αλβανικής [αλβ. pabes(ë), ομόριζη με τη λέξη besa βλ. επίσης μπεσαλής, ο].

Η μπέσα είναι συνώνυμο της τιμής, ο μπαμπέσης συνεπώς είναι το άτομο χωρίς τιμή, εξ ου και ύπουλος. Συχνάκις χρησιμοποιείται με μορφή επιρρήματος (π.χ. με χτύπησε μπαμπέσικα), αλλά και ως ουσιαστικό (μού έκανε μπαμπεσιά).

  1. Στίχος παλαιού ρεμπέτικου άσματος:

«Από πιτσιρίκα σε λέγανε μπαμπέσα, κι έλαχε σε σένα να δώκω λίγη μπέσα».

  1. Τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη:

Μπαμπέσικα με τράβηξες μ'αυτήν την τσαχπινιά σου
κι ωραία με κατάφερες να μπω στην αγκαλιά σου,
ωραία με κατάφερες να μπω στην αγκαλιά σου,
μπαμπέσικα με τράβηξες μ'αυτήν την τσαχπινιά σου.

Μπαμπέσικα με τράβηξες μ'αυτήν την τσαχπινιά σου
κι ωραία με κατάφερες να μπω στην αγκαλιά σου.

Το πέτυχες το κόλπο σου και μ'άναψες μαράζι
και τώρα που με τύλιξες για μένα δε σε νοιάζει
και τώρα που με τύλιξες για μένα δε σε νοιάζει
το πέτυχες το κόλπο σου και μ'άναψες μαράζι.

Το πέτυχες το κόλπο σου και μ'άναψες μαράζι
και τώρα που με τύλιξες για μένα δε σε νοιάζει.

Αφού στα δίχτυα μ'έμπλεξες και μ'έκανες να λειώνω,
πια δε σου καίγεται καρφί για το δικό μου πόνο,
πια δε σου καίγεται καρφί για το δικό μου πόνο,
αφού στα δίχτυα μ'έμπλεξες και μ'έκανες να λειώνω.

Αφού στα δίχτυα μ'έμπλεξες και μ'έκανες να λειώνω,
πια δε σου καίγεται καρφί για το δικό μου πόνο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία