Κουρέλι. Είναι ένα κομμάτι ύφασμα όχι απαραίτητα χρήσιμο πια και κυρίως άχρηστο λόγο παρατεταμένης χρήσης. Μεταφορικά καλείται και η ψυχολογική διάθεση κάποιου που είναι στεναχωρημένος για κάποιο λόγο.

-- Είμαι κουρέλι φίλε μου άστα .........

--Κι ας με βρούνε κουρέλι απ’ το πιώμα
Και αμαρτία άλλη μια ας μου χρεώσουν
Η αγάπη υπάρχει μονάχα
Όταν βρίσκονται δύο να το νοιώσουν

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία