Ο παίχτης της τσουτσούνας, προς ευφημισμόν, για να αποφύγουμε το μη εύηχο πεοπαίχτης, τρόμπας, τρόμπατζης κ.ά.

Εννοεί και τον αυτοδίδακτο, αλλά και αυτόν που η ισχυρή επίμονη και επαναληπτική μελέτη σε τσουτσουνοπαιχτάδικα και η αυτοσυγκέντρωση για την εκμάθηση του οργάνου του, έχει άμεση επίπτωση στη μαλάκυνση του εγκεφάλου του.

- Καλά, τί τρόμπας είναι ο ανιψιός σου ο Ησαύ;
- Ε, όχι και τρόμπας, απλός αυτοδίδακτος τσουτσουνοπαίχτης είναι, ο μίζερος...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνθετη λέξη εκ των «τσουτσούνι» και «παίζω». Σημαίνει τον αυνάνα, τον μαλάκα.

- Τι κάνεις εκεί ρε τσουτσουνοπαίκτη καραγκιοζοπαίκτη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία