Χαρακτηριστικό ρήμα-κλειδί των καλιαρντών. Σημαίνει απλά «κάνω» και εξαρτάται από τη λέξη που συνοδεύει.
Επίσης δημιουργεί κάποιες εκφράσεις: ορισμένες λέξεις πχ υπάρχουν μόνο ως τμήμα τέτοιων εκφράσεων και δεν υπάρχουν αυτόνομα όπως αβέλω μπουτ μπον ή αβέλω φρομάζ Υμητού ή αβέλω μαρμαρού, αλλά δεν υπάρχουν πάντα οι λέξεις μόνες τους.
Επίσης μάλλον χρησιμοποιείται για απρόοπτα φαινόμενα της φύσης όπως αβέλει λακρίμω = βρέχει.
Συνώνυμο αποτελεί το βουέλω στα ντούρα λιάρντα, το οποίο δημιουργεί άλλες, δικές του εκφράσεις (πχ. αβέλω αίτνα = βουέλω τνάρα = βγάζω σπυρί) ή δημιουργεί προτάσεις με άλλο νόημα (αβέλω τζόκα = παίζω αλλά βουέλω τζόκα = φιλώ).
Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι προέρχεται από το εθέλω αλλά το βουέλω μας δείχνει ότι ίσως έχει σχέση με το λατινογενές volo, vuolo κλπ.
αβέλω αχαλία = κάνω δίαιτα
αβέλω λατσάβελες = καλωσορίζω
αβέλω ξεκολλούψες = αποχαιρετώ, χωρίζω
αβέλω μπιεσμάν = χουφτώνω
αβέλω ντουπ = δέρνω
αβέλω τζαστικό = παίρνω δρόμο