Χαρακτηριστικό ρήμα-κλειδί των καλιαρντών. Σημαίνει απλά «κάνω» και εξαρτάται από τη λέξη που συνοδεύει.

Επίσης δημιουργεί κάποιες εκφράσεις: ορισμένες λέξεις πχ υπάρχουν μόνο ως τμήμα τέτοιων εκφράσεων και δεν υπάρχουν αυτόνομα όπως αβέλω μπουτ μπον ή αβέλω φρομάζ Υμητού ή αβέλω μαρμαρού, αλλά δεν υπάρχουν πάντα οι λέξεις μόνες τους.

Επίσης μάλλον χρησιμοποιείται για απρόοπτα φαινόμενα της φύσης όπως αβέλει λακρίμω = βρέχει.

Συνώνυμο αποτελεί το βουέλω στα ντούρα λιάρντα, το οποίο δημιουργεί άλλες, δικές του εκφράσεις (πχ. αβέλω αίτνα = βουέλω τνάρα = βγάζω σπυρί) ή δημιουργεί προτάσεις με άλλο νόημα (αβέλω τζόκα = παίζω αλλά βουέλω τζόκα = φιλώ).

Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι προέρχεται από το εθέλω αλλά το βουέλω μας δείχνει ότι ίσως έχει σχέση με το λατινογενές volo, vuolo κλπ.

αβέλω αχαλία = κάνω δίαιτα
αβέλω λατσάβελες = καλωσορίζω
αβέλω ξεκολλούψες = αποχαιρετώ, χωρίζω
αβέλω μπιεσμάν = χουφτώνω
αβέλω ντουπ = δέρνω
αβέλω τζαστικό = παίρνω δρόμο

(από Jonas, 11/06/10)

Για την ετυμολογία δες και μπουτ - ή, οι επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά.

Βλέπε και αχλάρω για την ετυμολογία της λέξης αχαλία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία