Κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό ή έντονα, κυρίως τρώω. Η αλήθεια είναι πως η λέξη χρησιμοποιείται πρωτίστως για να δηλώσει άνευ ορίων σαβούριασμα (τόνους ψιψιψόνια και σκατολοΐδια), αλλά μπορεί να δηλώσει και κάποια άλλη δραστηριότητα που εκδηλώθηκε σε έντονο βαθμό.

  1. Χτες δεν βγήκα, είχα τα down μου κι έκατσα μέσα και γουρούνιασα. Τι παγωτά, τι σοκολάτες, τι κρουασάν... Τίποτα δεν άφησα σου λεω...

  2. Έλα ρε μαλάκα, ξεκόλλα πια με το playstation... Πάμε όξω να γουρουνιάσουμε σαν άντρες ρε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία