Συναντάται στα λόγια κείμενα και ως μαρκαλάω-μαρκαλώ και σημαίνει σκάβω, ανακατώνω.

Στα slangικα μπορούν να δοθούν 2 ορισμοί:

  1. Σκαλίζω τη μύτη μου με μανία, σαν να ψάχνω να βρω πετρελαιοπηγή, και αυτά που βγάζω από μέσα τα κοιτάζω με λατρεία, τα κάνω μπαλάκι και τα πετάω επιδεικτικά κάτω με τη κλασική κίνηση του δείκτη που σέρνεται στον αντίχειρα.

  2. Ικανοποιώ τις δικές μου σεξουαλικές ορέξεις χώνοντας σε οπή του αποδέκτη το ανδρικό μόριο μου, κάνοντας κινήσεις άγαρμπες ωσάν να σκάβω και να ανακατώνω. Χρησιμοποιείται σε πρώτο πρόσωπο από μεθυσμένους, ζητιάνους και γενικά losers, σαν να γνωρίζουν, δηλαδή, και οι ίδιοι ότι δε μπορούν να προσφέρουν ένα αξιοπρεπές σεξ, αλλά μόνο μαρκάλευμα. Όποιος δέχεται το μαρκάλευμα είναι είτε θύμα βιασμού, είτε απελπισμένος-η, είτε και ο ίδιος μέθυσος και αποτυχημένος-η.

  1. Τον κοίταζα που μαρκάλευε τη μύτη του και ήθελα να ξεράσω

  2. Έλα να σε μαρκαλέψω μάνα μου , να σου φύγουν τα νεύρα (αποτυχημένο καμάκι στο δρόμο από ζητιάνο που δε του έδωσες λεφτά ή πρόταση μεθυσμένου στη γυναίκα του να κάνουν σεξ, ενώ αυτή τον περιμένει με τη παντόφλα στο χέρι).

  3. Ήταν τόσο αποτυχημένο το σεξ μαζί του, είχε πέσει πάνω μου και με μαρκάλευε σαν σκύλος ενώ εγώ κοιτούσα τηλεόραση για να περάσει η ώρα και να ξεχάσω το πόνο.

Ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης μαρκάλευε τον Αστερία στο 0:24! (από Cunning Linguist, 18/02/12)

Βλ. και μάρκαλο, το

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία