«Αντίπαλον πέος»: φόβος από ισόπαλο ανταγωνιστή, αίσθημα φόβου που προέρχεται από εχθρό εξ ίσου ισχυρό // εχθρός, αντίπαλος, ανταγωνιστής, αντίμαχος, αντίζηλος. Π.χ. «Αυτό που κρατά τη μεταξύ τους ισορροπία είναι το αντίπαλον πέος».

Πρβλ. Θουκ. ΙΙΙ 11,2: ''Το δε αντίπαλον πέος μόνον πιστόν ες ξυμμαχίαν. Ο γαρ παραβαίνειν τι βουλόμενος τω μη προέχων αν απελθείν αποτρέπεται''.

Μπορούσε να λέγεται και «Αντίπαλων δέος», αλλά τετριμμένα λόγια

Ξέροντας τα μυστικά όπλα των Εγγλέζων (και είναι γεγονός): οι βόμβες που προκαλούν ομοφυλοφιλία. Τη ρίχνεις στον αντίπαλο, αλληλοπηδιούνται και που όρεξη για πόλεμο. Ε καλά τι άλλου είδους βόμβα θα είχαν ανακαλύψει οι ανγκλέζοι, παρά την πουστόβομβα…

Τέλος πάντων, το αντίπαλων πέος μετρά και κρατά ισορροπία στον κόσμο.

Πως όμως ξέρομε το μέγεθος του οχθρού, όρε; Στέλνομε μία κατασκοπίνα να γυρίσει πίσω και να μας πει. Αν δεν γυρίσει όμως να μας το πει, τότε χάσαμε το παιχνίδι: είναι μεγαλύτερος ο εχθρός…

Κατασκοπίνα σε αντίπαλη κατασκοπίνα, που συναντήθηκαν μετά το πέρας των αποστολών τους σε ένα καφέ:
- Άσ’ τα μωρέ, μπάμια το καβλάκι του δικού σου… - Ναι μωρέ, το ίδιο του δικού σου!
- Άντε, ας τελειώσουμε το καφεδάκι και να τους πούμε τα μαντάτα να ηρεμήσουμε.

Άλλο Poetry και άλλο Pottery! (από Vrastaman, 15/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία