Ο όρος ανήκει στην καγκουροσλάνγκ. Κοκοβιός λέγεται το κάλυμμα του μικροσκοπικού καθίσματος συνεπιβάτη στις streetάδικες μηχανές.

Τους κοκοβιούς, τους βάζουν τα καγκούρια, ώστε οι μηχανές τους να θυμίζουν τις ορίτζιναλ αγωνιστικές. Εξηγούμαι. Οι μηχανές που τρέχουν στους αγώνες, πέραν όλων των διαφορών με τις αντίστοιχες της παραγωγής δεν έχουν σελάκι συνεπιβάτη. Προφανής ο λόγος.

Τώρα, φανταστείτε τον κάγκουρα που βλέπει από μικρός τους αγώνες, και φτάνει η στιγμή να αγοράσει την μηχανή των ονείρων του. Μάλιστα, για την περίπτωσή μας, είναι διατεθειμένος ακόμα και να δώσει τα χίλια ευρώ παραπάνω, ώστε να πάρει τη μηχανή στα αγωνιστικά χρώματα (π.χ HONDA Repsol). Του έρχεται η μηχανή, και λέει στον μηχανικό να βγάλει τα άχρηστα πράγματα, φλάς, καθρεφτάκια κλπ. Την ξανακοιτάει τη μηχανή, και απορεί γιατί αυτοί οι τρελλοί Ιάπωνες έχουν βάλλει σέλα συνοδηγού, σε μια αγωνιστική! Οπότε παραγγέλνει τον κοκοβιό στα χρώματα της μηχανής, ο οποίος κοστίζει και γύρω στα 150 ευρώ. Πολλά λεφτά για ένα πλαστικό, το οποίο ή αντικαθιστά το σελάκι, ή το καλύπτει.

Σύνηθες φαινόμενο στους δρόμους, είναι η συνειδητοποιημένη καγκουρογκόμενα να κάθεται στον κοκοβιό!!! Και αυτό γιατί, και ο κάγκουρας αλλά και αυτή δεν θέλουν να χαλάσουν το look της μηχανής. Μπρος στα κάλλη, τι 'ναι ο πόνος!!!

Για να είμαστε ακριβείς, κοκοβιοί βγαίνουν και για κάποια γυμνά μοντέλα, τα οποία είναι βέβαια οι σπορ εκδόσεις, χωρίς τα φέρια (πληθυντικός του φέρινγκ).

Συνώνυμο: μονόσελο

- Ρε Μήτσο, ήρθε ο κοκοβιός που παράγγειλα; - Όχι, έχει φουρτούνα και δεν βγήκαν οι τράτες. Πλάκα σε κάνω. Είναι για βάψιμο. Αύριο τον έχεις.
- Άντε πια, να βγάλω και καμιά σένια φωτό να χώσω στο φέϊς. Δε λέει, του καινούριου καρχαρία, του πάει το μονόσελο!!!

(από electron, 10/02/10)(από electron, 10/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κοκοβιός λέγεται κυρίως ο φλώρος ή φλούφλης ο οποίος είναι ολίγον τι και χαζός ή αγαθιάρης. Χρησιμοποιείται περισσότερο όταν η εμφάνιση συνάδει και με την ιδιοσυγκρασία αυτού που αποκαλείται κοκοβιός.

Το επίθετο κοκοβιός προέρχεται από το ψάρι κοκωβιός (λατ. gobius, αλλά και στα Ελληνικά πολλές φορές γωβιός). Κατατάσσεται μάλλον στα «χαζόψαρα»... πιάνεται εύκολα και δεν μεγαλώνει πολύ.

Το κοκοβιός προέκυψε και ως παρατσούκλι στον ηθοποιό Πέτρο Γιαννακό, από το ρόλο του «Κοκοβιού» σε μια ταινία του Τζαβέλα. Ο Πολύκαρπος Πολυκάρπου περιγράφει το συγκεκριμένο ρόλο ως εξής: «...Ο τύπος ήταν κάτι ανάμεσα σε καραγκιόζη, φασουλή, αρλεκίνο και κλόουν. Ήταν ο υπερφυσικός μπεμπές, το παιδί που δε μεγάλωσε, χαζοέξυπνος και βλακοϊδιοφυής...».

  1. Κοίτα ρε έναν κοκοβιό με γλειφιτζούρι, τί γκομενάκι που συνοδεύει... Χου ρε!

  2. Καλά ρε πώς σε κουρέψανε έτσι; Πώς θα βγεις έξω σαν κοκοβιός;

(από Malinowsky, 17/03/09)(από Malinowsky, 17/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία