Η κύρια σημασία της λέξης είναι ο εγκλωβισμένος σε μετοχές. Αυτός που αγόρασε ψηλά. Αυτός που φορτώθηκε τα κωλόχαρτα. Ο δαρμενογαμημένος.

- Άσε, είμαι εγκλωβισμένος από το 1999 σε ένα πουτσόχαρτο της Σοφοκλέους... 10 χρόνια τρώω ξύλο.

Φτού ρε πούστη μου, πάλι την πάτησα... (από Marco De Sade, 19/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν δεν έχουμε διεξόδους διαφυγής είμαστε εγκλωβισμένοι.

  • Ο άνθρωπος που κάθε στιγμή που ανασαίνει είναι και ευρώ που χρωστάει είναι εγκλωβισμένος οικονομικά.
  • Ο άνθρωπος που δεν έχει διεξόδους εκτόνωσης είναι εγκλωβισμένος ψυχολογικά.
  • Ο κλέφτης που τον έπιασαν στα πράσα και τον έχουν στριμώξει είναι εγκλωβισμένος στο μαγαζί που δεν έχει πίσω πόρτα.
  • Το αρσενικό κατ' ευφημισμόν που οι θηλυκές ορμόνες του υπερισχύουν και δεν το παραδέχεται ενώ όλοι βλέπουν τη διαφορά, είναι ένα εγκλωβισμένο μουνί σε αντρικό σώμα.
  • Το ίδιο ισχύει και για θηλυκά που έχουν χοντρή φωνή και συμπεριφορά νταλικέρη (α λα νταλίκ), αλλά επιμένουν να φοράνε φουστάνι και γοβίδιο δεκάποντο.

- Ρε φίλε τι παίζει με τη Βαρβάρα απέναντι;
- Άστα... βράσε ρύζι... της μίλησα προχθές και μάλλον είναι εγκλωβισμένος....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία