Επιδιορθώνω φθαρμένο ρούχο ή αντικείμενο με ραφή ή επικόλληση άλλου κομματιού. Μεταφορικά, δικαιολογώ ή τακτοποιώ πρόχειρα.

Μπαλώνομαι, πάλι μεταφορικά, έχω κέρδος, τακτοποιούμαι οικονομικά, βολεύομαι.

  1. Μέχρι τώρα δεν μπαλώναμε τις κάλτσες, χαλαρά τις πετάγαμε και παίρναμε καινούριες. Τώρα όμως, πού σφίγγουν οι κώλοι μας, και θα μπαλώσουμε και θα φάμε το χθεσινό φαγητό...

  2. Όσο και να προσπάθησε, δεν μπόρεσε να τα μπαλώσει για να μην καταλάβει η μάνα της οτι εχτές βράδυ γύρισε σπίτι ταρέλα, πίτα, λιώμα, λιάρδα από τα ξύδια.

  3. Προσπαθεί να τα μπαλώσει κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Τόσα στόματα έχει να θρέψει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία