Δύο επιπλέον ορισμοί:

  • Λέγεται αποδοκιμαστικά για κάποιον που επιτέλους τελείωσε κάτι (συνήθως στον αόριστο: έσωσε).
  • Στον αόριστο (αντί για παθητική φωνή) για κάτι που σώθηκε.
  1. Όταν έσωσε και ντύθηκε η Άννα, είχαν ήδη φύγει οι άλλοι από το καφέ.

  2. Μού 'σωσε το αλεύρι, πετάξου να φέρεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γλιτώνω, βγάζω κάποιον από δύσκολη θέση / εξαντλώ, τελειώνω / φτάνω προφταίνω. Ειρωνικά, σώθηκα.

  • Πού τη χάνεις πού τη βρίσκεις στο φούρνο να φτιάχνει λειτουργιές. Σώσε πρώτα την ψυχή σου και μετά φτιάξε όσες λειτουργιές θέλεις για να συγχωρεθεί ο μακαρίτης!
  • Το λάπι-τόπι μου τα έπαιξε και προκειμένου να με στείλει στο ΙΚΑ αγόρασα ένα καινούριο και βρήκα την υγειά μου. Σώθηκα σου λέω!!
  • Οι εκαμίτες έκαναν σωστά τη δουλειά τους και σώθηκε όλος ο κόσμος από το ναυάγιο.
  • Παραλίγο η Φρόσω να πει του Μπάμπη οτι δεν ήταν με την Αφροξυλάνθη χτες βράδυ. Ευτυχώς η ΑΦροξυλάνθη τα μπάλωσε και τό 'σωσε.....
  • Έπιασε το μπίρι-μπίρι με τη γειτόνισσα και τελευταία στιγμή έσωσε το μεσημεριανό φαγητό από το κάψιμο.
  • Σώθηκα τόσες ώρες κάτω από τον ήλιο. Πιάσε μια παγωμένη μπύρα.
  • Σώνω με το γράψιμο και φύγαμε..
  • Σώθηκε το χαβιάρι, σώθηκε και ο σολομός άντε να δούμε τώρα πως θα λιγδώσει το αντεράκι τους που δεν ξέρουν τι θα πει καρβέλι.
  • Σώνει ρε μάγκα! Είσαι τελειωμένος! Νομίζεις οτι τρώω κουτόχορτο; Τέρμα τα δίφραγκα με τα ψέμματά σου.
  • Κάνω το remix, τα σώνω ως wav και mp3, σώνω και τα projects γιατί ποτε δεν ξέρεις τι γίνεται... (από μπλοκάκι).

Ο σώζων εαυτόν σωθήτω από τις κακές γλώσσες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία