Άλλη μια λέξη που αποδεικνύει οτι δεν υπάρχουν «κακές» λέξεις, αλλά σλανγκικές σκέψεις. Βουτώ / βυθίζω σε υγρό / αρπάζω, κλέβω / χειρονομώ με ασελγή πρόθεση.

Α΄περίπτωση: κάνω παπάρα τον παπαρολεβιέ μου σε μουνόγαλα και φτιάχνω πρώτης τάξεως παπαροζούμι. Ο βούτας εδώ είναι πηδήκουλας.

Β΄περίπτωση: Εδώ έχουμε δύο ειδών βούτες, αυτούς που τιμωρεί ο νόμος και αυτούς που φτιάχνουν τους νόμους. Οι κυβερνώντες και οι αντιπρόσωποί τους έχουν ένα χρυσό κανόνα: Πάρε όσο πιο μεγάλο κουτάλι μπορείς και βούτα το όσο πιο βαθιά μπορείς στο βάζο με το μέλι.

Γ΄περίπτωση: Δεν μπορώ να αντισταθώ στα μπαλκόνια ή στα καπούλια της κουμπάρας και βουτώ. Ο βούτας εδώ είναι φαν του ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε και ό,τι αρπάξει ο κώλος μας.

Ακόμα βουτώ στα βαθιά όταν αναλαμβάνω μανίκια.

  1. Μεγάλη νύχτα πέρασα χτες με τον Κούλη και δεν του φαινότανε! Βούταγε και με έκανε να παραμιλάω... Βιάγκρα είχε πάρει;

  2. Γιατί ο κ. Αλογοσκούφης είναι ένας κινητός οπισθοδρομικός κλέφτης.
    Σαν να μην έφτανε αυτό, στο τέλος κινητής τηλεφωνίας (που ουσιαστικά είναι φόρος του κράτους), προστίθεται ΚΑΙ ο ΦΠΑ +19% (που είναι και αυτός φόρος του κράτους). Φόρος στον φόρο λοιπόν, η υπέρτατη ΑΠΑΤΗ κατά των πολιτών. Η απόλυτη ΚΛΕΨΙΑ!

  3. Δεν άντεξα σου λέω!! Μου φέρνει το πρώτο ποτό και η μύτη μου χώθηκε στους εξώστες της, φέρνει το δεύτερο και όπως έσκυψε να πιάσει την απόδειξη που τάχα της έπεσε δεν άντεξα σου λέω και τη βούτηξα!!

(από nick, 24/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μεταβατικό, βουτάω κάποιον. Τον πιάνω, τον τσιμπάω, και του ρίχνω ξύλο, αλλά μάλλον ελαφρύ.

Για την απλή έννοια του πιάνω κάποιον βίαια, βλέπε το παράδειγμα εδώ:

Προπονητής «βούτηξε» από το λαιμό αντίπαλο παίκτη στην Αγγλία

όπου ο συντάκτης για κάποιο λόγο το θεωρεί αρκετά αδόκιμο ώστε να δικαιολογεί εισαγωγικά.

Χρησιμοποιούμενο μ' αυτήν την έννοια, συνήθως συμπληρώνεται με κάποιο απ' τα απ' τον γιακά, απ' το λαιμό, απ' τα μαλλιά, τα οποία νομίζω εξαντλούν την χρήση του βουτάω κατ' αυτόν τον τρόπο.

Στη Λευκάδα το θυμάμαι να παίζει απόλυτο, βουτάω κάποιον, χωρίς παρεταίρω προσδιορισμό, δηλώνων την πρόθεση να πέσει και καμιά ψιλή. Μάλλον παιδική-εφηβική χρήση, συχνά ως απειλή.

  1. Θα σε β'τήξω, ε;
  2. Ναι, λέγε τ' τέτοια και σε β'τήξ' και μετά 'α κλαις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία