Αναγραμματισμός της φράσης "μπέρδεψα τη γλώσσα μου". Ο ίδιος ο ομιλών όταν θέλει να προλάβει το σαρκασμό των άλλων, αυτοσαρκάζεται αμέσως μόλις αντιλαμβάνεται το σαρδάμ του. Η αγωνία, η αμηχανία, η αίσθηση του μετέωρου εξανεμίζονται με χιούμορ και αποφορτίζει τον ομιλητή από την μπούρδα που μόλις ξεστόμισε για να συνεχίσει παρακάτω την κουβέντα του.

Είναι συνώνυμο του "μα τί λέω", ή του "(καααλά), ό,τι θέλω λέω", ως αυτοσχολιασμού, όταν γίνεται συνειδητό πως κάτι που μόλις ειπώθηκε δεν κολλάει με τα προηγούμενα με ποικίλες έννοιες, αλλοιώνοντας το νόημα, από σαρδάμ - γι'αυτό και ο αυτοσαρκασμός γίνεται με σχολιασμό στανταρισμένης σαρδαμικής φράσης, ακόμα και μέχρι ασυναρτησίας που δεν στέκει κι έχει ξεφύγει εντελώς η λέξη. Το δεύτερο συμβαίνει κατά το φαινόμενο "εδώ το'χω, αλλά μου βγαίνει κάτι άλλο", λόγω εγκεφαλικού βραχυκυκλώματος όπου το ηλεκτροχημικό μήνυμα δε μεταβιβάζεται ομαλά στις νευρωνικές συνάψεις και προκύπτει το φαινόμενο του "δεν επικοινωνώ με τον αφαλό μου" ή σε πιο ακραία μορφή την αφασία τύπου Broca όπου ο ασθενής έχει σκέψη αλλά δεν μπορεί να αρθρώσει τίποτε άλλο πέρα από μια απλή συλλαβή (ο ασθενής του Broca άρθρωνε μόνο "ταν"), από εγκεφαλικά κολλήματα κατά τις ηλεκτρικές κενώσεις διαβίβασης πληροφοριών προς τα αρθρωτήρια όργανα.

Σε σφιχτόκωλες επικοινωνιακές περιστάσεις η διαπίστωση της λεκτικής γκάφας γίνεται με τη φράση "με συγχωρείτε", ή "συγγνώμη, λάθος". Τα πιο συνήθη περιστατικά "γλώσσεψα την μπέρδα μου" απαντώνται σε συνεχόμενες φράσεις όπου επιτυγχάνεται συγκυριακή και αυθόρμητη φωνηεντική αρμονία, λόγω ρυθμού και επιτονισμού που παρασύρει τον κουρασμένο ή ζαλισμένο ομιλητή ακόμα κι από την ίδια του την πολυλογία (π.χ. δυο αλλεπάλληλες φράσεις που τελειώνουν στην ίδια συλλαβή ή σε παρόμοια (με σύμφωνα κοινού τόπου άρθρωσης) ή έστω στο ίδιο φωνήεν και η επόμενη έχει παρασυρθεί από την προηγούμενη, βλ. παράδειγμα 4).

Τέλος συναντάται καθημερινά ως φαινόμενο σε ασθενείς με άνοια.


1.- Είδες αυτήν την Τρίτη το "τσαντίρι"; Καλά, εμετικό έτσι; Πιο φιλοσυριζαϊκό, πεθαίνεις... Τί άλλο θ'ακούσουν τα μάτια μας και θα δουν τ'αφτιά μας....
- Τί είπες ρε μλκ; Σού'στριψε;
- Τί είπα; Α, κααααλά... Ο,τι θέλω λέω... Γλώσσεψα την μπέρδα μου... Είναι που δεν έχω συνέλθει ακόμα απ'το σοκ!
2.- Παππού θες μπυρόνι;
- Όχι, ευχαριστώ. Πίνω μόνο αλτχσάιμερ.
- Τί πίνεις;
- Όχι, όχι... Δεν είναι αυτό... Είναι που έχω αρχή πορτοκαλάδας...
Από το επεισόδιο του Κωνσταντίνου και Ελένης "Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω" το δεύτερο μέρος που διαδραματίζεται στο νοσοκομείο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανθρώπου που γλώσσεψε την μπέρδα του.
http://www.antenna.gr/webtv/watch?cid=_dvey_h_p_g7r6_e=
3.- Έχεις φωτιά;
- Για κάτσε μια... Μπα, τίποτα. Πάμε στον αναπτήρα να πάρουμε περίπτερο;
- ;;;
- Εεεεε...Πάμε στο περίπτερο να πάρουμε αναπτήρα; Έλα ρε μαλάκα, γλώσσεψα την μπέρδα μου...
4. - Η μικρή ήταν φοβερή. Στην παράσταση τα πήγε πολά καλύ, εεε, πολύ καλά. Γλώσσεψα την μπέρδα μου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δηλαδής, «μπέρδεψα τη γλώσσα μου». Λέγεται απολογητικά μετά από λάθος εκ παραδρομής, στο οποίο μπερδεύονται οι λέξεις μεταξύ τους, μετατίθενται συλλαβές, ή άλλες αντίστοιχες πατάτες.

Συνώνυμο: «Λάθη είμαστε, ανθρώπους κάνουμε» (εκ του γνωστού ανεκδότου με τη λεμομένη παγωνάδα).

(Πραγματικό γεγονός)
- Πάμε στο νερό να πιούμε βρύση;
- Τι πράγμα;
- Τίποτα, γλώσσεψα τη μπέρδα μου. Λέω, πάμε στη βρύση να πιούμε νερό;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λογοπαίγνιο του «μπέρδεψα τη γλώσσα μου», με αυτοσαρκαστική διάθεση.

Το ουσιαστικό / αντικείμενο γίνεται ρήμα (γλώσσα > γλώσσεψα) και το ρήμα μετατρέπεται σε ουσιαστικό (μπέρδεψα > μπέρδα) και παίρνει θέση αντικειμένου στην πρόταση.

  1. Έτσι τονίζονται πιο εμφανώς τα λεκτικά λάθη στον προφορικό λόγο, όταν αλλοιώνουμε την εκφορά ή τον γραμματικό τύπο μιας σχετικά δυσπρόφερτης λέξης. Ή αλλοιώνουμε όλη την πρόταση, λόγω της βιασύνης να πούμε κάτι. Κοινώς, τα κάνουμε κουλουβάχατα. Έχει και το στοιχείο της «γλώσσας λανθάνουσας», βέβαια.

Απαντάται στις εφηβικές-νεανικές ηλικίες, όπου η γλώσσα / εκφραστικότητα δεν έχει φτάσει στην ωριμότητά της (αυτό γίνεται μετά τα 22 χρόνια και συνεχίζει ισόβια. Στα γερατειά, βέβαια, έχουμε άλλα προβλήματα…).

Το σκεπτικό της χρήσης του: «Γλώσσεψα την μπέρδα μου» είναι ότι είμαι σε θέση να πειραματίζομαι με την γλώσσα μου (ελληνικά), το οποίο μου δίνει ικανοποίηση / αυτοπεποίθηση.

Το θέμα είναι όμως, ότι με το να προκαταλαμβάνουμε τον συνομιλητή με την υπερβολική αντίδραση που συνάδει το «γλώσσεψα την μπέρδα μου», η επικοινωνία διακόπτεται. Ο άλλος δεν μπορεί να μας παρακολουθήσει.

Λέγεται επίσης:

  1. Όταν αντιμετωπίζουμε μια άγνωστη και δυσπρόφερτη λέξη ή πρόταση ή γλωσσοδέτη, όπου πραγματικά κουραζόμαστε μέχρι να την προφέρουμε σωστά.

  2. Η φράση βρίσκει εφαρμογή και στα λάθη πληκτρολόγησης.

  1. Γύρισα στη φίλη μου για να τη ρωτήσω τι παπούτσια πάνε με φούστα, αλλά γλώσσεψα την μπέρδα μου και φαντάζεστε! Τη ρώτησα «Τι φαστούνια πάνε με την π... τσα ...
    (= λεκτικό μπέρδεμα και φανέρωμα των σκέψεων του ομιλητή, δηλ. γλώσσα λανθάνουσα)

  2. - Αλλά, βρε συ, πιο ευκολοδιάβαστο όνομα δε μπορούσες να βρεις από το kirighdrai... εδώ και ώρα δε βγάζω άκρη... γλώσσεψα τη μπέρδα μου. (=γλωσσοδέτης)

  3. - Ωπαία τα λες! (=αντί: Ωραία τα λες!, λάθος πληκτρολόγηση)
    - Ουπς, γλώσσεψα την μπέρδα μου.

βλ. και χασίστες και φουντικοί, φρόας τας σένας, μουνάς, γελάκι...., καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία