Βαριέμαι, δεν κάνω τίποτα.
Πω ρε φίλε, χθες όλο το πρωί κωλοβαρούσα, κόπηκε το ρεύμα και δεν είχα τι να κάνω.
Βαριέμαι, δεν κάνω τίποτα.
Πω ρε φίλε, χθες όλο το πρωί κωλοβαρούσα, κόπηκε το ρεύμα και δεν είχα τι να κάνω.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
3 σχόλια
alamo
furting around στα εγγλέζικα
vikar
Σημαντική χρήση επίσης η μεταβατική, κωλοβαράω κάτι: καθυστερώ κάτι αδικαιολόγητα, απο οκνηρία, απο βαρεμάρα, παρά τις πιθανές δυσάρεστες συνέπειες (και συχνά, με όλα τα ψυχαναγκαστικά που μπορεί να συνοδεύουν).
terror1975
νομιζω οτι η καταλληλοτερη μεταφραση στα αγγλικα θα ηταν ass breaking