Καγκελώνω. Παγώνω. Μένω άναυδος έκπληκτος. Μένω μαλάκας.

Έμεινα κάγκελο με αυτά που μου είπε.

Βλ. και παθαίνω πλάκα, καγκελώνω, μένω καρότο, μένω κούκλα, μένω παγωτό, μένω πίπα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία