Ουσιαστικό που, σλανγκιστί, κλίνεται σε όλα τα γένη: το βυζί, ο βύζος, η βυζάρα.
Πρβλ. ο πούτσος, η πούτσα, το πουτσίδι.
Ο πούτανος, η πουτάνα, το πουτανάκι.
Ο πούστης, η πούστρα, το πουστρόνι.
Ουσιαστικό που, σλανγκιστί, κλίνεται σε όλα τα γένη: το βυζί, ο βύζος, η βυζάρα.
Πρβλ. ο πούτσος, η πούτσα, το πουτσίδι.
Ο πούτανος, η πουτάνα, το πουτανάκι.
Ο πούστης, η πούστρα, το πουστρόνι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
2 σχόλια
Vrastaman
Γυναίκα χωρίς βύζους
Εκκλησία δίχως Jesus
σφυρίζων
Προσφιλές και στον σλανγιώτατο ποιητή Α. Εμπειρίκο:
Καλέ της γαμάτε τά βυζιά! .. . Τήν καβαλλικεύετε μέ τήν ψωλή άνάμεσα στούς βύζους της (άχ, Θεέ μου, τί όμορφα βυζιά πού έχει!) και τήν γαμάτε εκεί μέ δύναμη, ένώ ή Μπέττυ σηκώνει τό κεφάλι της και κοιτάζει τήν πούτσα σας τήν θεόρατη νά πηγαινοέρχεται σάν έμβολο άτμομηχανής, άνάμεσα στούς άφράτους γλόμπους της πού —άααχ! . . . ώωωχ!— εκείνη τούς πιέζει τόν έναν μέ τόν άλλον, για νά είναι πιό πλήρες, πιό σφιχτό, πιό αληθινό γαμήσι τό βυζογαμήσι. . .
(Μέγας Ανατολικός, Μέρος 4ο Κεφ. 90 σ. 41-44)