Το ρήμα παίζει και ως μεταβατικό και αμετάβατο

Αμετάβατο: εξαντλούμαι σωματικά ή/και ψυχικά, αγανακτώ, απογοητεύομαι, δεν την παλεύω κάστανο, I am not fighting her chestnut, τραβάω τα βυζιά μου ή τις κωλότριχές μου με μια κατάσταση ή ένα άτομο, λυγίζω.

Μεταβατικό προς έμψυχα: προκαλώ σε κάποιον τα παραπάνω

Μεταβατικό προς άψυχα: εξαντλώ μονομερώς κάτι, κυρίως κάποιο είδος εν σπάνη, κυρίως το μπάφο εδώ που τα λέμε.

  1. - Ήρθε η Κάτια να τη βοηθήσω στο ppt....
    - Ωωωωχχχ
    - Σωστά διέγνωσες την κατάσταση....γονάτισα. Με λύγισε η γκόμενα, δεν παίζεται, διακόπτει τον εαυτό της για να πάρει το λόγο. Μα γαμώτο δηλαδή, παθολογικό είναι ρε πστ!;

  2. - Άιντε, το γονάτισες.... να μεταβαίνει παρακαλώ, είμαστε και σε διακοπάς... - Μ΄αρέσει να μου τη λες.. όπως παλιά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Υπογδειματικό Χαλικούργημα!

#2
Vrastaman

Ένα λίγο πιο μπανάλ μεταβατικό προς άψυχα αφορά Η/Υ όταν παραχέζεις το multitasking.

#3
xalikoutis

σωστόστ... γενικά «γονατίζουμε το μηχάνημα» εξ ίσου συχνά με το μπάφο

#4
acg

Exairetical!

#5
Fotis Nitsiopoulos

Άψογος! Επίσης και ξεπλατίζω για τον μπάφο, ή ξεπλατίστικα εγώ ο ίδιος κτλ κτλ

#6
HODJAS

Σχετικό και το «έχεις γονατίσει στη μαλακία» = σ' έχει γονατίσει, ρέψει, φάει, έχεις λιώσει, πάει γόνα κλπ.