Τσακμακόπετρα / σκληρή πέτρα / (μτφ.) άνθρωπος με περιορισμένη αντίληψη.

Στουρναρόβλαχος. Στούρνος.

Στουρναρόβλαχε, η ζωή δεν είναι μεγάλη, μη την κανεις καρναβάλι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Κατά Μπάμπη:

στουρνάρι < **στορυνάριον* (με κώφωση του /ο/ σε /u/ και σίγηση του άτονου /i/) < υποκοριστικό του στορύνη = είδος χειρουργικού εργαλείου, αγνώστου ετύμου.

Όπως γράφεις, είναι η σκληρή πέτρα και ιδίως η τσακμακόπετρα, γνωστή και ως στουρναρόπετρα και από εκεί μεταφορικά ο βλάκας άνθρωπος.