(Προφέρεται: Μπαλντήρ-γ-ια όπως καινούρ-γ-ια –όχι όπως πλυντήρια).

Τουρκομερίτικη έκφραση ορισμένων περιοχών της Β. Ελλάδας, που σημαίνει (επιτιμητικά) τα γυμνά-εκτεθειμένα μέρη του σώματος ή την γύμνια εν γένει.

Προέρχεται από την τούρκικη λέξη baldir = μοσχαράκι και συνεκδοχικώς ποδαράκι μοσχαριού.

Κατ’ επέκταση το σύνθετο baldırı çıplak σημαίνει γύμνια (όπως αγγλ. stark / bollocks naked = τσιτσίδι) και σήμερα πήρε τη σημασία των ακαλύπτων μελών του σώματος ιδίως της γυναίκας.

Αντίστοιχα στην Ελλάδα, τα (unisex) γυμνά μέρη του σώματος λέμε «κρέατα» και η πλήρης γύμνια λέγεται τσιτσίδι (είτε εκ του ιταλ. cicci = βυζιά/μαστοί είτε εκ του τουρκ. çırılçıplak = θεόγυμνος είτε εκ του παιδικού τσιτσί = κρέας), ενώ ειδικώτερα για τα γεννητικά όργανα, σώζονται στη νεοελληνική λογοτεχνία τα ντροπαλά: «Άσχημα κρέατα», η «φύση», το «γένος», το «φύλο» κλπ.

Την έκφραση χρησιμοποιεί ατόφια ο Νίκος Κοεμτζής στο βιβλίο του «Το Μακρύ Ζεϊμπέκικο».

  1. Ρίξε κανα χράμι, κανα πεσκίρι πάνω σου και μάσ’ τα μπαλντήρια σου, μη μας γελάει ο μαχαλάς.

  2. -Τι έτσι θα μού ’ρθεις έξω;
    -Γιατί, τι έχω;
    -Που τά ’χεις βγάλει όλα όξω, αυτό λέω!
    -Ααα! Το σχέδιο; Είναι της μόδας, έτσι τα φοράνε τώρα…
    -Άμε παιδάκι μου ντύσου λέω, κι εσύ μην πουντιάσεις κι εγώ να μην τσακώνομαι με τους αρκουδόμαγκες για τα μπαλντήρια σου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vikar

Τα μπαλντήρια (αλλα γιατί με ήτα; με γιώτα μάλλον, μπαλντίρια) δέν τά 'χω ξανακούσει, αλλα έχω βεβαίως ξανακούσει πολλές φορές τον απαξιωτικό χαρακτηρισμό τσιπλάκης (και μάλιστα, σαρπράιζ-σαρπράιζ, περισσότερο στο θηλυκό, τσιπλάκισσα), με τη σημασία απο «χαλαρών ηθών» ώς «ξετσίπωτος» --που σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Χότζας βγάζει κάργα νόημα, νά 'ναι καλά.

#2
allivegp

Καμιά σχέση με τον Εντουάρ Μπαλαντύρ, πρώην πρωθυπουργό της Γαλλίας;

#3
Khan

Απλή συνωνυμία.

#4
betatzis

Μ΄αυτά τα ξεμπρατσώματα θα γίνει καμιά φιέστα, ή βάλε ότι σου λείπεται ή βγάλε και τα ρέστα.

Αποδίδεται στον Γ. Σουρή όταν είδε για πρώτη φορά ξεμπράτσωτη δεσποινίδα.

#5
jesus

@μπετ: έλληνας είναι αυτός που μετέχεις της ελληνικής παιδείας.

#6
HODJAS

Οπισθογραφώ την ρήση του Σουρή διά Μπετατζή περί της πονηρής «φιέστας», παραθέτοντας ταυτόχρονα το ρομάνικο ερωτικό: «ti sborro in testa e faciamo festa», το οποίο ερυθριώ να μεταφράσω...

#7
jesus

βενετσιάνικο, θα σε χύσω στη μάπα κ θα το γιορτάσουμε. χονδρικά.

#8
HODJAS

Εγώ το λέω, εσύ το ασχολιάς!
(Zecus)

#9
jesus

πήγα να ανεβάσω αυτό κ χάθηκε:

ανακρίβεια, το sborra παίζει σε όλη την ιταλία, αλλά στη βενετία έχουν χαρακτηριστικό ρ κ το λένε όσο συχνά εμείς το μαλάκα.

όταν ο χότζας κολώνει, κάποιος πρέπει να κάνει τη βρώμικη δουλειά.

#10
HODJAS

Εσύ κολώνιες :-Ρ

#11
jesus

κολόνιες τζιτζιλόνης

#12
HODJAS

Οι προέφηβοι λένε το ευφημιστικό sbobare (ακριβώς γιατί το sborra ακούγεται ιδιαίτερα χυδαίο), όπως εμείς λέγαμε μικροί π.χ. μαλέας αντί μαλάκας, την πανακόλα μου κλπ, πριν εξοικειωθούμε (δίκην ενηλικιώσεως;) με τα χριστοπαναγίδια.

#13
kalos_lykos

«ti sborra in testa e facciamo fiesta» είναι η ιταλική έκφραση... το «festa» είναι η σπανιόλικη λέξη, ίδια με την ιταλική «fiesta»

#14
HODJAS

Σεβαστές οι παρατηρήσεις καθώς και η μείωση της βαθμολογίας, αλλά:
Ας κλίνουμε: Io sborro-tu sborri-egli/essa sborra-noi sborriamo-voi sborrate-essi sborrano, άραγε πάει η πρώτη «διόρθωση».
Το ρήμα είναι facio και όχι faccio
Στα ιταλικά η γιορτή είναι festa (βλ. festeggiare = γιορτάζω)
ενώ fiesta είναι ισπανικό.
Need I say more;

#15
Khan

Finita la musica, sborrata la testa

#16
deinosavros

Τουρκ. Baldır = γάμπα.
Baldırı çıplak = απένταρος, αλήτης (κυριολ. γυμνόπους).

#17
Khan

Έχω βάλει στο Δ.Π. το τσιπλάκισσα εδώ και κάτι χρόνια, μήπως περίμενε εσένα Ντάινο;

#18
deinosavros

Ολόγυμνη και με περιμένει; Καλή είναι ή ούτε να μου τον δει από χαραμάδα; (το 'χουμε αυτό;)

#19
Khan

Τσιπλάκισσα ην απεδοκίμασεν ο Μουχουσού. Του την είχα προτείνει κι αυτού, αλλά την βρήκε υπερβολικά καριόλα για τα γούστα του...

#20
deinosavros

Ανευ πλακός τώρα, δεν ξέρω με ποιά ακριβώς έννοια χρησιμοποιείται η λέξη (Β. Ελλάδα πιστεύω), αλλά υποψιάζομαι ότι σημαίνει μάλλον την εξαθλιωμένη, φτωχή γυναίκα και όχι το πορνίδιο. Δεν την αποδοκιμάζω, δεν είμαι δα και τόσο σκληρόκαρδος όπως ο μουχουσου :-) αλλά δεν ξερω πώς να την πλησιάσω την τσαμένη....