Σλανγκοέκφραση που ακουγόταν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. Σημαίνει «γαμάω», «τονε φοράω/ακουμπάω/μπήγω/σβουρίζω» κ.τ.λ., αναφέρεται δε στο έργο «Συνώνυμα και Συγγενικά» του Π. Βλαστού (σ. 176), λήμμα «γαμίσι» (sic).
Συνώνυμα: άπειρα, με πιο ενδιαφέρον και εξίσου παλαιό το: «κάνω κάνουλα (εις τινά)» (id. 177).
Και που λες, της τράβηξα δυο μανίκια... που έφυγε κουτσαίνοντα(ς)!
5 σχόλια
HODJAS
Τί λε ρε φίλο! Πρώτη φορά τ' ακούω. Λες να βγαίνει απο την εκδοχή αυτή, η ακατάληπτη έκφραση «έφαγα μανίκι», «είναι μανίκι η δουλειά» κλπ, όπου μανίκι = δυσκολία (πούτσα).
Αν ισχύει, έλυσες ζήτημα 2 αιώνων...
Καρασπέκ! Αυτό κι αν είναι κλασσική αργκό *****
Doctor
Νομίζω ότι λέγεται ακόμα ως ρίχνω ένα μανίκι (με την έννοια που δίνει ο Αλάριχος).
Khan
Για τα συνώνυμα δες πηδάω. Έχω μαζέψει περίπου 70 ακόμη και ψάχνω χρόνο για να τα περάσω. Άμα ξέρεις κι άλλα...
Αλάριχος Τεκέλογλου
Θα ψάξω και θα τα βάλω ως λήμματα. Νομίζω έχω καμιά 20αριά στην αναμουνή...
hodjas@: σωστά λες, από κει είναι το μανίκι, εννοεί ακριβώς τη «μάνικα», την πούτσα (< mano = χέρι).
Υπάρχει όντως και το «ρίχνω μανίκι».
Επισκέπτης
Και τα μανικετόκουμπα μέσα!