Σλανγκοέκφραση που ακουγόταν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. Σημαίνει «γαμάω», «τονε φοράω/ακουμπάω/μπήγω/σβουρίζω» κ.τ.λ., αναφέρεται δε στο έργο «Συνώνυμα και Συγγενικά» του Π. Βλαστού (σ. 176), λήμμα «γαμίσι» (sic).

Συνώνυμα: άπειρα, με πιο ενδιαφέρον και εξίσου παλαιό το: «κάνω κάνουλα (εις τινά)» (id. 177).

Και που λες, της τράβηξα δυο μανίκια... που έφυγε κουτσαίνοντα(ς)!

...και τρία μανίκια, άμα λάχει (να \'ούμ\') (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 20/05/10)Θα σου τραβήξω δυο μανίκια (από gagman, 11/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
HODJAS

Τί λε ρε φίλο! Πρώτη φορά τ' ακούω. Λες να βγαίνει απο την εκδοχή αυτή, η ακατάληπτη έκφραση «έφαγα μανίκι», «είναι μανίκι η δουλειά» κλπ, όπου μανίκι = δυσκολία (πούτσα).

Αν ισχύει, έλυσες ζήτημα 2 αιώνων...

Καρασπέκ! Αυτό κι αν είναι κλασσική αργκό *****

#2
Doctor

Νομίζω ότι λέγεται ακόμα ως ρίχνω ένα μανίκι (με την έννοια που δίνει ο Αλάριχος).

#3
Khan

Για τα συνώνυμα δες πηδάω. Έχω μαζέψει περίπου 70 ακόμη και ψάχνω χρόνο για να τα περάσω. Άμα ξέρεις κι άλλα...

#4
Αλάριχος Τεκέλογλου

Θα ψάξω και θα τα βάλω ως λήμματα. Νομίζω έχω καμιά 20αριά στην αναμουνή...

hodjas@: σωστά λες, από κει είναι το μανίκι, εννοεί ακριβώς τη «μάνικα», την πούτσα (< mano = χέρι).

Υπάρχει όντως και το «ρίχνω μανίκι».

#5
Επισκέπτης

Και τα μανικετόκουμπα μέσα!