Κάποιος ή κάποια που κερδίζει την έγκριση, τον σεβασμό, τον θαυμασμό του ομιλητή, άξιος, μάγκας.

Χρησιμοποιείται πολύ συχνά και ειρωνικά, ή και ως φιλική προσφώνηση (αντί του μαλάκας).

  1. — Οι γονείς της είχαν σκοτωθεί σε αυτοκινητιστικό ένα μήνα πρίν, κι' αυτή όχι μόνο δεν κλάταρε, αλλά πέρασε και τις πανελλήνιες.
    — Πολύ άτομο η Κική, την παραδέχομαι.

  2. Είκοσι χρονώ και έχει πηδήξει πάνω απο χίλιες γκόμενες...; Τί λέει ρε το άτομο, κατούρα και λίγο!...

  3. — Όπ! Γειά σου ρε συ Τζίμη, τί λέει;
    — Έλα ρε άτομο! Πού χάθηκες;...

(από xalikoutis, 03/05/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
HODJAS

Ισπανικά (ταυτόσημο): individuo

#2
aoratimelani

Δε θα χαρακτήριζα το individuo ως ταυτόσημο. Βεβαίως σημαίνει «άτομο» αλλά συντάσσεται διαφορετικά, δεν μπορείς να πεις ας πούμε «Mira Pedrito, ¡qué individuo!» όπως θα λέγαμε «Κοίτα ρε τον Πέτρο, τι άτομο!»

Γενικώς δεν έχω υπ' όψη μου τέτοια χρήση του individuo στην ισπανική αργκό, αν ξέρεις κάτι που δεν ξέρω δώσε παραπομπή (αν και είμαστε οικτρά εκτός θέματος, βέβαια).