Αυτή που με το κουτσομπολιό διαβάλλει, βάζει φιτίλια, παροτρύνει ύπουλα κάποιον εναντίον κάποιου άλλου.

Η Κατίνα κοινώς, αλλά με επιπλέον προτερήματα... να συκοφαντεί, να διαλύει ζευγάρια και φιλίες. Το σούχλιμα σημαίνει στην ουσία όταν μια μαγείρισσα καίει (χαλάει) το φαγητό (εις την Κρητική διάλεκτο).

Σάκης , μπαίνει στο σπίτι και βλέπει την κυρα κατινα να κάθεται με τη γυναίκα του,η οποία κατινα εχει θάψει καμιά δεκαριά... συγγενείς και φίλους του σακη,ο σακης φορτώνει ,και λεει:Ρε γυναίκα τι κάθεσαι κι ακούς αυτή τη σουχλιστρα,δε σου πα να μην ξαναπατήσει στο σπίτι μας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Μιτζνούρ

ψήφισα θετικά τη λήμμα και τον ορισμό, αλλά όχι την προέλευση της έκφρασης. Πιθανώς ο tzagos να το έχει ακούσει έτσι, αλλά πρέπει μάλλον να το έχει συσχετίσει λανθασμένα. Τα τσιγκλάω, σιγλάω, σουγλάω... μέχρι και σιμπάω σημαίνουν ενοχλώ ή ανακατεύω από μακριά, όπως ακριβώς κάνουμε στο τζάκι για να αναζωπυρωθεί η φωτιά (σιμπάω - με κάτι που είναι μακρύ γι ανα μην καούμε), ή χρησιμοποιούμε κάποιο μακρύ αντικείμενο για να ενοχλήσουμε, ενεργοποιήσουμε, διεγείρουμε κ.ο.κ. Επομένως μια σουχλίστρα ή σουγλίστρα, με τα λόγια της, άμεσα ή έμμεσα με υπαινιγμούς, μπορεί να κάνει όλα αυτά τα κακά και την αναστάτωση που περιγράφει ωραιότατα ο tzagos στον ορισμό του. Υπάρχει δε και το (τ)σιγ(κ)λίν στην Κύπρο, ένα μυτερό ξύλο, συχνά εφοδιασμένο με καρφί στην άκρη, για να τσιγλάνε τα ζώα (βοοειδή ή γαϊδούρια) να προχωρήσουν. Πιθανώς το τσιγκλίν να μην είναι κυπριακή ιδιαιτερότητα, αλλά το ξέρω από κάποιο ανέκδοτο σχετικά μ' άναν πονηρό κύπριο που ζητούσε τσιγκλί σε κάποιο μεγαλοκατάστημα του Λονδίνου. Και όταν τον ρώτησαν τι το θέλει... απάντησε: Μα έχει τόσες γυναίκες εδώ γύρω!