Απρόσεκτη, άσκεφτη, απερίσκεπτη ενέργεια.

Εκ του κουτουρού, που είναι καταχωρημένο αλλά ο ορισμός του δεν είναι, νομίζω, πλήρης. Κάνω κάτι στα κουτουρού, δηλαδή κάνω κάτι διακινδυνεύοντας το αποτέλεσμα ή μη δίνοντας σημασία στην έκβαση της πράξης μου

Ήταν μεγάλη κουτουράδα να βγεις από το Στοπ χωρίς να κοιτάξεις!

(αυτό δε σημαίνει ότι τράκαρε αλλ' ότι το διακινδύνευσε).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Μιτζνούρ

Περί ετυμολογίας: τουρκικό götürü (ώς εδώ το λέει και ο Μπαμπ) = εργασία κατ' αποκοπή, 'ό,τι βγει' με την βαθύτερη σημασία 'ό,τι και νά 'ναι το παίρνει και φεύγει' < götürmek = αποσύρω, αποβάλλω, παίρνω μαζί μου

#2
dryhammer

Παλιότερα και επι οικοδομικών (κυρίως) εργασιών λεγόταν με τη έννοια του götürü = κατ' αποκοπή (κατ' εκτίμηση με το μάτι). Πήρα τη δουλειά κουτουράδα 300 ευρώ.

#3
Μιτζνούρ

Ξεροτσέκουρο, τι περιαγωγή είναι αυτή έπειτα απόι δύο χρόνια;

Αυτό που λες δεν είναι το 'κοψοχρονια'; Ή όταν αγοράζεις;

Πήρα κοψοχρονιά δέκα ...... τόσο (π.χ. στην τιμή των 5)

#4
σφυρίζων

Χαίρε αγαπητέ Μιντζούρ, να σε βλέπουμε πιο συχνά!
(πρώην Βράστα)

#5
dryhammer

Όχι το κοψοχρονιά είναι η σκοτωμένη τιμη. Η κουτουράδα είναι το κατ΄αποκόπη- κατ εκτίμηση.

#6
dryhammer

η περιαγωγή οφείλεται στο οτι τους έπιασα αλφαβητικά κι ότι θυμάμαι (χαίρομαι και) σχολιάζω, προσθέτω λήμμα, ορισμό κλπ. Στίς αρχές του '14 θάχω τελειώσει και θα πιάσω τα πρόσφατα, υπολογίζω, μέχρι το «εδώ ήρθαμε»...