Η λέξη όμως είναι συνηθέστερη ως βασιβουζούκοι / μπασιμπουζούκοι με σ κι όχι ζ.

Κατά λέξη σημαίνει χαλασμένο (bozuk) κεφάλι (baş).

Οι άτακτοι αυτοί εμφανίζονται σε ευρεία χρήση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ήδη από τον 15ο-16ο αιώνα και όχι τον 19ο.

Οι βασιβουζούκοι ήταν η αναλώσιμη δύναμη του σουλτάνου, οι άτακτοι που έτρεχαν πρώτοι στα τείχη και είχαν ως σκοπό να κουράζουν τους αμυνόμενους και να προετοιμάζουν την επίθεση των σπαχήδων.

(από Vrastaman, 18/04/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Το πέτυχα με την μεταφορική σημασία του βάρβαρου ανατολίτη που δεν είναι καθώς πρέπει σε ένα ανέκδοτο στην Ιστορική Ανθολογία του Γιάννη Βλαχογιάννη (εκδ. Εστία, 2000 η 3η έκδοση, σ. 387), το οποίο διαδραματίζεται στα 1855, οπότε η μεταφορική σημασία είναι παλιά. Αντιγράφω:

«Ο Ν. Σιλήβεργος μπαίνει στο Υπουργείο των Εξωτερικών κι αρχίζει άλλες φωνές και τιμωρεί το γενικό γραμματέα γι' ασήμαντη αφορμή, μα πάει και στο Υπουργείο Οικονομικών και παύει όλους τους υπαλλήλους γιατί δεν είχαν ευρωπαϊκούς τρόπους.
- Μπασιμπουζούκοι!»