Γκουγκλίζω ή γουγλίζω: κάνω αναζήτηση στο Διαδίκτυο χρησιμοποιώντας την μηχανή αναζήτησης Google.

Πρόκειται, λοιπόν, για λιγότερο χρησιμοποιούμενα πλην υπαρκτά συνώνυμα των γκουγκλάρω και γουγλάρω. Μάλιστα το άρθρο εδώ παρουσιάζει το γκουγκλίζω ως την ελληνική μεταφορά του ρήματος to google (έχουν ενδιαφέρον και οι μεταφορές σε άλλες γλώσσες), ενώ εδώ και εδώ βρίσκουμε μια διαπραγμάτευση του διλήμματος ή τριλήμματος μεταξύ των γκουγκλάρω, γκουγκλίζω και γκουγκλεύω.

Το Google στο σλανγκρ: γουγλάρω, γκουγκλάρω, γούγλης, γόογλε / γούγλε, γούγλε γούγλε, δεν υπάρχει ούτε στο γκουγκλ.

  1. με γκουγκλιζω κι εγώ περιόδικώς.. για να σιγουρευτώ για την ύπαρξή μου..:):) (Το ουέμπ σας και μια λίρα).

  2. τα πραγματα που γκουγκλιζω τετοια ωρα εχουν τη λογικη ορεξης παρανοικης εγκυου. (Εδώ).

  3. Παρακείμενος: γεγούγληκα ή περι(παρα)φραστικώς: γουγλικώς έχω
    (Γκουγκλάρω, γκουγκλίζω ή γκουγκλεύω)

  4. πριν διαβασω ενα βιβλιο, κυριως γυναικας, τη γουγλιζω μεχρι τελικης πτωσεως......ανακριση κανονικη! Ποια εισαι, κυρα μου, απο πουθε ερχεσαι, τι ειδες, τι σπουδασες, τι αγαπησες, τι μισησες, τι δεν αντεξες; Τι σε πονεσε;
    Πες μου ποια εισαι, για να δω αν θα πιστεψω αυτο που εχεις να μου πεις...... (Εδώ).

(από Khan, 17/12/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία