Παπαλιάζω, παρατ.: παπάλιαζα, στιγμ. μέλλ.: θα παπαλιάσω, αόρ.: παπάλιασα, μτχ.π.π.: παπαλιασμένος.
Ολοκληρώνω κάτι, κάτι εξαντλείται ή φτάνει στο τέλος του.
Σ.ς.: Στο gameslife κάθε διαγωνισμός που τελειώνει, τρώει στην εικόνα του μια σφραγίδα που γράφει «ΠΑΠΑΛΑ» (δες εδώ). Ε, κάπως έτσι προέκυψε το «παπάλιασμα» των διαγωνισμών και κατόπιν της σχετικής επεξεργασίας, ο όρος γενικεύτηκε.
Τώρα, παπαλιάζω μια στιγμούλα τις γαμοεργασίες και έρχομαι να λιώσουμε στο Pro.
«Δημητράκη, όπως έρχεσαι σπίτι, σταμάτα στο τυράδικο του κυρ-Αριστείδη και πάρε μισό κιλό φέτα γιατί παπάλιασε».
Ο διαγωνισμός παπαλιάστηκε και οι νικητές θα ανακοινωθούν σύντομα (πηγή).
Προσοχή: να μη χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης αφού δεν ταιριάζει επ' ουδενί με το κόνσεπτ (π.χ. «Παπαλιάζω μωρό μου, παπαλιάζω»).
6 σχόλια
iron
από το πάπαλα;
Sir Pretender
Ναι, κατά βάση, προέρχεται από το πάπαλα :)
Αν μου επιτρέπεται να προσφέρω μια σταγόνα ιστορίας, απλά θα πρέπει να παραπέμψω αλλού -σόρι, αν θεωρηθεί προβολή, απλά σβήστε το comment ;)
Στο gameslife κάθε διαγωνισμός που τελειώνει, «τρώει» στην εικόνα του μια σφραγίδα που γράφει «ΠΑΠΑΛΑ» (δες εδώ). Ε, κάπως έτσι προέκυψε το «παπάλιασμα» των διαγωνισμών και κατόπιν της σχετικής επεξεργασίας, ο όρος γενικεύτηκε.
iron
όχι μόνο δε θα σβηστεί, αλλά θα έλεγα να μπει εντός ορισμού όλη αυτή η πληροφορία.
Sir Pretender
Ευχαρίστως! Μχμχμμ... Πώς γίνεται (για να το κάνω αν είναι);
Galadriel
Πατάς από κάτω στο Αναφορά και στέλνεις την αλλαγή που θέλεις να κάνεις στους mods. Το κάνουν αυτοί για σένα. Ουγκ.
Sir Pretender
Μερσί Galadriel :)