Στη φράση έχω κάποιον (στο) σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε: έχω κάποιον κάτω από την εξουσία μου.

Συνώνυμα: (έχω κάποιον) σούζα / προσοχή.

[...] Από την άλλη όμως και οι άντρες τα θέλουν όλα. Και να είναι γκομενάρα-κορμάρα, να ντύνεται σέξυ και να είναι έξυπνη (ενίοτε) για να «σταθεί» στις παρέες τους, να είναι καλή νοικοκυρά (υποκατάστατο της μαμάς), να την έχουν σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε, αλλά και να μην τους τα πρήζει. Κάτι άλλο παιδιά;

(από ιστολόγιο)

Δες και κάνω κάποιον γιο-γιο. Παράβαλλε μπουχεσολεβιές, βάζω στο βρακί μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
patsis

Λεπτομέρειες, αλλά εγώ την ξέρω σήκω-κάτσε, κάτσε-σήκω.

#2
vikar

Ναί έ;... Δέν τό 'χω ακούσει έτσι.