Κάλι είναι το άλογο στα αρβανίτικα. Καλικότσια: όταν πας καβάλα στην πλάτη του ζώου (άλογο, γαϊδούρι, μουλάρι), στη Μεσσηνία. Μεταφορικά λέγεται και όταν ανεβαίνει παιδάκι στην πλάτη του πατέρα του.

  1. Πήγα μια ώρα δρόμο καλικότσια.

  2. Τον πήρε ο πατέρας του καλικότσια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
allivegp

Το έχω ακούσει και σαν «γκαραγκούτσα».

#2
allivegp

Άφεριμ πάντως, μας έλυσες μια απορία.