Στριμώχνω, πιέζω ένα αντικείμενο ώστε να χωρέσει μέσα σε κάτι (δοχείο, σακούλα, ρούχο κτλ). Στη μέση φωνή τσουπώνομαι σημαίνει στριμώχνομαι.

  • Τσούπωσα τα χόρτα που έκοψα σε μια σακκούλα και την έκανα με ελαφρά από το χωράφι του γείτονα.
  • Όσο και να τσουπώσω τον κώλο μου δεν χωράω σε αυτό το παντελόνι.
  • Τσουπωθείτε εσείς στο πίσω κάθισμα για να χωρέσετε!

Σημαίνει και παραγεμίζω / παραφουσκώνω κάτι με αποτέλεσμα να φαίνεται χοντρό.

  • Έχω τσουπώσει τόσο πολύ την τσάντα μου που δεν χωράει τίποτα τώρα.
  • Πώς την τσούπωσες έτσι ρε τη γαλοπούλα; Διπλάσια έγινε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Μπράβο Παρασυνταξίες για τα λήμματα-ορισμούς!

Εδώ το βρίσκω σε γλωσσάρι του Πόντου με τη σχετική σημασία βουλώνω. Βλ. και το λήμμα τσουπωτός, τσουπουτός που ο ορίζων το λέει θεσσαλικό. Υπάρχει κι εδώ με σχετική σημασία πατικώνω. Εσύ, Παρασυνταξίες, έχεις καμιά αίσθηση πού λέγεται;

#2
Khan

ΥΓ. Ο Χότζουλας δίνει στο τσουπωτός, τσουπουτός και παράδειγμα από τον σαλονικοαναθρεμμένο Πετρόπουλο.

#3
σφυρίζων

Τσούπα είναι και παραλλαγή του αρβανίτικου τσούπρα, το κορίτσι και δη το τσαχπίνικο. Στην ορεινή Αρκαδία έχω ακούσει και το υποκοριστικό "τσουπαρόνα μου".

#4
παρασυνταξίες

Έχω εικόνα από Μεσσηνία, αλλά νομίζω λέγεται σε όλη την Ελλάδα. Έχω καταλάβει ότι όταν χρησιμοποιείται για χαρακτηρισμό ανθρώπου (τσουπωτός) έχει θετική σημασία, σημαίνει τον καλοστεκούμενο, γεματούλη μεν αλλά με καλή κράση. Αντίθετα όταν χρησιμοποιείται για αντικείμενα σημαίνει το παραγεμισμένο περισσότερο από ό,τι πρέπει (σύνηθες είναι λένε "μην τσουπώνεις π.χ. τη σακκούλα γιατί θα σκιστεί").