1. Δύσκολη εργασία ή θέμα που καταπιανόμαστε για να βγεί εις πέρας.

  2. Συνουσία.

  1. Λοιπόν φίλε το βάψιμο στο σπίτι μου ήταν πολύ μανίκι, έναν μήνα πάλευα για να τελειώσω.

  2. Φιλαράκο χτες είχα πολλές κάβλες και πήγα στα μπουρδέλα να ρίξω ένα μανίκι να ισιώσω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
patsis

Μανίκι επίσης είναι και ο βραχίονας της κιθάρας, με τα τάστα κτλ.

#2
Khan

Νομίζω αξίζει προσθήκη ορισμού.

#3
maria brozou

μανίκι έχω ακούσει να λένε από αρκετά νεαρές ηλικίες και μια ελκυστική κοπέλα