Προέρχεται από τη σύντμηση των λέξεων καριόλα και γκαλερί, και αναφέρεται στα επίσημα και χλιδάτα μέρη που συναντώνται κορίτσια συντροφιάς. Συχνά στα μέρη αυτά, συναντά κανείς λάιβ κομπανίες ή ακόμα και έργα τέχνης.

  1. Με πλησίασε μια πουτάνα και μου ζήτησε να συνευρεθούμε. Της λέω:

    "Δεν ψωνίζω πότε κοπέλες από το πεζοδρόμιο. Προτιμώ πάντα επιλεγμένες καριολερί"

  2. Καλά που υπάρχουν και αυτές οι καριολερί να χαζέψουμε κανά μουνί-έργο τέχνης.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα καριολερίς αποτελεί ο χώρος που εμφανίζεται η Sade στο τραγούδι "Smooth Operator".

Sade - Smooth Operator

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
donmhtsos

Ωραίο λήμμα.

Σπάει και τη μονοτονία των αγγλικών όρων που μας κατακλύζουν και φέρνει μια γαλλική εσάνς άλλων εποχών, του τύπου ουζερί, μπουζουκλερί και τα τοιαύτα.