1. Γυναίκα νεαρή και "ζωηρή", με ωραίο και σφιχτό κώλο. Σύνθετος όρος από το: "τσαπερδόνα" (κυριολεκτικά: σαύρα, μεταφορικά: γυναίκα νεαρή και "ζωηρή", με αισθησιακές κινήσεις), κώλος, και σφυρίχτρα. Υπονοείται ο σφιχτός κώλος σαν στόμιο σφυρίχτρας. Η έκφραση εμφανίζεται (ίσως πρώτη φορά) ως χαρακτηρισμός για γκόμενα από τον Σπύρο, στο σήριαλ Απαράδεκτοι.

Μη κοιτάς που είναι μικρόσωμη. Άλλωστε εμένα οι νταρντάνες δε μου αρέσουν. Αυτή έχει κάτι, είναι τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα!

Σχετικό λήμμα: τσαπερδόνα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε