Από το γαλλικό blasé: ο αδιάφορος, ο ασυγκίνητος, ο αναίσθητος. Πολύ συχνά χαρακτηρίζει το ύφος κάποιου (ύφος μπλαζέ).

  1. - Καλό το γκομενάκι του Μπάμπη;
    - Καλό είναι, αλλά έχει ένα υφάκι μπλαζέ που μου τη σπάει πολύ... Την κόβω για μεγάλη ψωνάρα!

  2. (από το διαδίκτυο, κριτική ταινίας-αμερικλανιάς)
    «Καινούριο γκομενάκι πιάνει δουλειά στο σουπερμάρκετ και αναστατώνει τη ζωή μπλαζέ υπαλλήλου, κάνοντάς τον να θέλει να σπάσει το σερί συναδέλφου στο Hall of Fame του καταστήματος, για να κερδίσει τον τίτλο του υπάλληλου του μήνα, και να δει το βρακί της κοπελιάς.»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία