Κώλος, σημαίνει τελείως «μουνί».

Ζωρζ: Τί παίχτηκε εχθές με τον Χρηστάρα;
Ανρί: Άσε, γίναμε κώλος (τελείως μουνί δηλαδή).

Quel cul! (από Vrastaman, 30/10/09)(από Khan, 23/11/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Επισκέπτης

Περὶ τῆς ὀρθῆς γραφῆς τοῦ κώλου/κόλου:
(Προτείνω στοὺς ἐπιτηρητὰς (mods) νὰ συγκεντρώσουν ἐδῶ ὅλα τὰ διάσπαρτα σχόλια).

Ἡ ἐτυμολόγησις τῆς λέξεως ἀπὸ τὴν ἀρχαία λέξι κῶλον=μέλος τοῦ σώματος (πχ χέρι, πόδι κλπ) εἶναι πιθανοτέρα ἐκείνης ἀπὸ τὴν λέξι κόλον=τὸ παχὺ ἔντερο.

Ὁ μηχανισμὸς κῶλος<κῶλον εἶναι συσταλτικός, ὅπως λέμε πχ τὸ μέρος, καὶ ἐννοοῦμε τὸ μέρος εἰς τὸ ὁποῖο ἀποχωροῦμε πρὸς ἀφόδευσιν (ἀποχωρητήριο). Ἔτσι, μὲ τὴ λέξι κῶλος ἐννοοῦμε τὸ μέλος ἐκεῖνο τοῦ σώματος, τὸ ὁποῖο προτιμοῦμε νὰ μή κατονομάσωμε ἀκριβῶς, πιθανῶς ἀπὸ αἰδήμονα συστολήν (γιὰ ἄλλους μιλάω..., ὄχι γιὰ μᾶς). Τὴν ἀλλαγὴ γένους ἀποδίδω εἰς τὴν μεσαιωνικὴν ἐπίδρασιν τοῦ ταυτοσήμου λατινικοῦ>ἰταλικοῦ culus>culo.

Κατὰ τὸν μηχανισμὸ κόλον>κόλος θὰ ἔπρεπε ἕνα ἐσωτερικὸ καὶ ἀρκετὰ ξένο πρὸς τὴν κοινή, λαϊκὴ ἐμπειρία ὄργανο, σπανίως ἀναφερόμενο ἐκτὸς ἰατροβιολογικῶν συζητήσεων (ἐκδοροσφαγεῖς: ὁ κολιᾶς, μὲ ὅ,τι ὀρθογραφία θέλετε), νὰ ὀνοματοδοτήσῃ ἕνα ὑπερθετικῶς κοινόχρηστο, «πεφιλημένο», γεγαμηκός κλπ κλπ μέλος τοῦ σώματος (ὄχι κἄν ὄργανο), εἰς τὸ ὁποῖον ἐπιδαψιλεύονται ὑπὸ πάντων τιμές, δόξες, ὕβρεις, ἀπειλές κλπ κλπ. Δὲν μοῦ κολλάει καὶ πολύ.

Ἐπίσης, ἡ προσπάθειά μου νὰ ἀνεύρω τὸ κόλον=παχὺ ἔντερο σὲ πηγαῖο κείμενο παραμένει μέχρι τοὖδε ἄκαρπος (συνεχίζεται). Ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου, μοῦ δημιουργεῖται ἡ ὑπόννοια (τὴ σακουλεύομαι δηλαδή), ὅτι ἴσως νὰ πρόκειται γιὰ φραγκολεβαντινικὸ ἀντιδάνειο: The colon>τὸ κόλον. Κυκλοφορεῖ στὸ ταράφι ψιλοχλεχλὲς γαστρεντερολόγος, ποὺ γράφει στὶς ἑλληνικὲς γνωματεύσεις «...τα πολύποδα τοῦ κατιόν colon ἀφαιρέθηκαν μὲ loop ...» (sic).

Προσοχή ὅμως! Ἐπιχείρημα ἀντίθετο:
Ὑπάρχει ἡ ἀρχαία λέξις κόλος=κολοβός, βραχύς, ὁ μή ἔχων (ἢ ὁ μὲ κομμένα τὰ) κέρατα. Ἀπὸ ἐδῶ τὸ ρῆμα κολούω καὶ κολάζω=κλαδεύω>περιορίζω>ἀναχαιτίζω>τιμωρῶ. Γνωστὴ μεσαιωνικὴ τιμωρία ἦταν ἡ κολόβωσις, πχ τῆς μύτης, τῶν πτερυγίων τῶν αὐτιῶν τῆς γλώσσης κλπ, ἀπ' ὅπου προέρχονται καὶ μερικὰ ἐπώνυμα. Πρβλ καὶ τὸ ἄσχετο «θὰ σοῦ κόψω τὸν κῶ(ό)λο!». Ὁ ἄνθρωπος, ὡς μή διαθέτων οὐράν, εἶναι κολοβός, δηλαδὴ κόλος. Ἄρα, μὲ ἕνα τέτοιο μηχανισμό, θὰ μποροῦσε ὁ κῶλος νὰ γραφῇ κόλος.

Ὁ σεμνὸς ἄνδριος λόγιος Ἠλίας Τσατσόμοιρος, στὸ σύγγραμμά του «Ἱστορία γεννέσεως τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης» παρουσιάζει μὲ γοητευτικὸ τρόπο τὴν θεωρία του περὶ τῆς μορφογενετικῆς ἀπεικονίσεως τῶν ἤχων καί, κατόπιν, τῶν λέξεων τῆς Ἑλληνικῆς. Μὲ βάσι τὴ λογική του (ὄχι, θὰ σᾶς σπλαχνισθῶ, δὲν θὰ τὴν ἀναλύσω, διότι δὲν μοῦ ἀπήντησε κανεὶς ἐπὶ τῆς οὐσίας γιὰ τὸ πολυτονικό), ἀδυνατῶ νὰ δεχθῶ τὴ γραφὴ κόλος. Κι ἂν ἀκόμη δὲν ὑπῆρχε ἡ γραφὴ μὲ Ω, θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπινοηθῇ. Μέσα στὶς τόσες ἀποτρόπαιες ἀγραμματωσῦνες, εἶμαι πρόθυμος νὰ κατανεύσω σ' ἕνα λανθασμένο κῶλο. Μέχρι καὶ σὲ ὑπογεγραμμένη θὰ φθάσω.

#2
Khan

Ενδιαφέρουσα η τελευταία δικαιολόγηση του κόλος, αλλά φαίνεται υπερβολικά κουλτουριάρικη και άρα α πουστεριόρι παρετυμολογία. Κώλος και πάλι κώλος.

#3
tryager

Να προσθέσω στο σχόλιο 1 τι γράφει το λεξικό των Liddel and Scott:

Από τοArchimedes Project

κῶλον, τό, limb, member of a body, esp. leg, A. Pr. 325, S. OC 183 (lyr.), Ph. 42, etc.; δρομάδι κ. E. Hel. 1301 (lyr.); κ. ταχύπουν Id. Ba. 168 (lyr.): mostly in pl., A. Pr. 81, S. OC 19; χεῖρες καὶ κῶλα E. Ph. 1185: generally, of arms and legs, and of animals, fore and hind legs, τὰ ἐμπρόσθια κ. Pl. Ti. 91e; τὰ ἔμπροσθεν καὶ τὰ ὄπισθεν κ. Arist. HA 498a3, cf. PA 690a20, etc.; δέρμα, τρίχας, ὄνυχάς τε ἐπ' ἄκροις τοῖς κώλοις ἔφυσαν Pl. Ti. 76e. 2 = κωλῆ 1, A. Pr. 496. 3 of plants, limb, arm, σκολιῆς ἄγρια κ. βάτου AP 7.315 ( Zenod. or Rhian. ): in pl., also, internodes of the νάρθηξ, Corn. ND 30. II generally, member, 1 of a building, side or front, of a square or triangular building, Hdt. 2.126, 134, 4.62, 108, Pl. Lg. 947e. b upright of a ladder, Apollod. Poliorc. 182.5, al. 2 limb or lap of the race-course, διαύλου θάτερον κ. A. Ag. 344. 3 Rhet., member or clause of a περίοδος, Arist. Rh. 1409b13, Phld. Rh. 1.165 S. , D.H. Comp. 22, Quint. 9.4.22, Demetr. Eloc. 1, Hermog. Id. 1.3, 2.3; στίξομεν κατὰ κῶλον Castor in Rh. 3.721 W.; διελὼν πρὸς κῶλον, of Origen in his Hexapla, Eus. PE 6.16. 4 in verse, metrical unit containing fewer than three συζυγίαι without catalexis, Heph. Poëm. 1; element of a στροφή, D.H. Comp. 19, etc. 5 ῥινοῦ ἐύ̈στροφα κ., poet. for a sling, AP 7.172 (Antip. Sid.). 6 incorrect form for κόλον (q.v.), Isid. Etym. 4.7.38, etc.; cf. κωλικός.

κόλον, τό, = ἡ τροφή, as etym. of κόλαξ, βουκόλος, δύσκολος and κοιλία, Ath. 6.262a, copied by Eust. 1817.53, 62 (who adds ἄκολος); applied to some form of preserved food in PSI 5.535.39, 46 (iii B.C.). II colon, part of the large intestine, Ar. Eq. 455, Arist. PA 675b7, Nic. Al. 23, Poll. 2.209. κολόροβ-ον and κολόκυντ-ος, v. κολλόροβον IV.

κόλος, ον, docked, δόρυ Il. 16.117; of oxen, stump-horned or hornless, τὸ γένος τῶν βοῶν τὸ κ. Hdt. 4.29; ὦ κόλε, addressed to a hegoat, Theoc. 8.51 (s.v.l.); of the κεράστης, Nic. Th. 260. 2 a kind of goat without horns, prob. the animal described by Str. 7.4.8, Hsch. 3 κόλος μάχη, name of Il. 8, Sch. Il. 8 init.; cf. κολοβομάχη.

#4
aias.ath

Δὲν βλέπω νὰ διατυπώνωνται θέσεις διὰ τὸ περὶ κώλου ζήτημα.

#5
jesus

δεν με είχε απασχολήσει, ομολογώ, κ θεωρούσα δεδομένη την ορθογραφία της λέξης με ω, το κόλον σημαίνον το έντερο κτλ.

η σιωπή μάλλον σέβας κ βουβή επιδοκιμασία θα σημαίνει.

#6
Vrastaman

Κώλος = μέλος; Δηλαδή εκφράσεις όπως πχ

- Κάτω οι κώλοι από το πανεπιστημιακό άσυλο

- Είμαι κώλος της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ

κλπ, είναι θεμιτές, νο;

#7
HODJAS

Δε νομίζω οτι υπάρχει καλύτερος ορισμός έβα!!!

#8
Khan

Εγώ πάντως θα το όριζα ως:

«Κατάσταση παρόμοια με την κατάσταση- μουνί, αλλά χειρότερη επακριβώς κατά δυο δάχτυλα και κάτι».

#9
vikar

[I]— Πώς πάει ρε Πίπη με τις γκόμενες;
— Πώς να πάει ρε Μίμη, μουνί τα 'χω κάνει.
— Γι' αυτό σου λέω ρε φίλε, ν' αλλάξουμε στρατόπεδο...
— Γιατί, για να τα κάνουμε και κώλο;[/I]

#10
Vrastaman

Χα!

#11
patsis

Κάπως ενδιαφέρον το ότι συχνά μένει άκλιτο. Π.χ.

  1. Από εδώ:
    Yes, I have an idea: τα έκανες κώλος (you make them ass)

  2. Από εδώ:
    2 πεταλίδες (και 3 γυαλιστερές) πετάχτηκα να τσιμπήσω και τα κάνατε κώλος...???

Το ίδιο και στο γίνομαι κώλος, όπου ο κώλος μένει πάντα άκλιτος.