Παρεμφερής φράση με τη σφηνόπουτσα. Όταν μιλάμε ή εμφανιζόμαστε εντελώς αναπάντεχα και σε ακατάλληλη στιγμή. Συντάσσεται κυρίως με το ρήμα «πετιέμαι» και χρησιμοποιείται συνήθως σε περιγραφές οπότε είναι σπάνιο να την συναντήσουμε στον άμεσο λόγο.

Το «ξεκαύλωτο» μπορεί να είναι προϊόν κατάχρησης ή/και εφαρμογής της φαντασίας του Έλληνα πάνω στην φράση «σαν το καυλί» που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

Και εκεί που μάλωνα με τη Σούλα στο τηλέφωνο, πετιέται στο ξεκαύλωτο ο πατέρας μου να μου κάνει ανάκριση για το πού ήμουν εχτές το βράδυ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
vikar

Περισσότερα συνώνυμα: στο ξεκάρφωτο, στο άσχετο, σάν την τσουτσού του κόκορα

#2
vikar

Παράβαλλε και ξεκούδουνα.

#3
Hank

Νομίζω η φράση εννοεί σε «χρόνο ανύποπτο».