Αποτελεί περιγραφή χρώματος (!) και εντάσσεται σε μία ευρύτερη ομάδα λέξεων που προσπαθούν να προσδιορίζουν ακαθόριστα χρώματα και αποχρώσεις.

Όλα ξεκίνησαν πριν από πολλά χρόνια με τις γυναίκες κυρίως να χρησιμοποιούν κάτι περίεργες λέξεις για να περιγράψουν διάφορα χρώματα και αποχρώσεις, κυρίως ρούχων και υφασμάτων, ενίοτε και άλλων πραγμάτων όπως μαλλιών, ψιμυθίων, αξεσουάρ, κ.λπ. Οι λέξεις αυτές ήταν εντελώς ακατανόητες από την πλειονότητα των αρσενικών που στην καλύτερη περίπτωση ζητούσαν επεξηγήσεις, συνήθως όμως περιορίζονταν σε συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού. Το ελληνικό λεξιλόγιο εμπλουτίστηκε πάραυτα με λέξεις αμφίβολης προέλευσης που επιπλέον τις χαρακτήριζε η θολούρα ως προς την ουσία του χρώματος που σκόπευαν να περιγράψουν, όπως για παράδειγμα:

Εκρού - καθώς και εκρού του νεκρού (σε μια απέλπιδα προσπάθεια επεξήγησης) -, ιβουάρ, εκάι, πετρόλ, αρζάν, βεραμάν, καφέ-ο-λέ, παστέλ, οφ-μπλακ, λιλά, άσπρο του πάγου, αλλά και λουλακί, κροκί, κοραλί, ουρανί, κ.λπ. Καθώς το πράγμα ξεσάλωνε περαιτέρω, επιστρατεύτηκε το φυτικό βασίλειο (σαπιομηλί, λαχανί, φυστικί, ροδί, κανελί, λαδί, κυπαρισσί, καροτί, ροδακινί, κ.λπ) αλλά και το ζωϊκό (ποντικί, ελεφαντί, τιγρέ, λεο-παρδαλέ, καναρινί, κορακί, κ.λπ).

Μέχρι εδώ, οι λέξεις αυτές δεν συνιστούν αργκό παρά την εισβολή τους στην καθομιλουμένη. Το θέμα που μας αφορά όμως εδώ είναι η εξέλιξη αυτής της παλέτας που συν τω χρόνω πήρε τη μορφή καζούρας. Πολλοί ήταν αυτοί που, ορμώμενοι από αυτές τις περίεργες περιγραφές χρωμάτων, άρχισαν να τις περιπαίζουν και να αυτοσχεδιάζουν με αποτέλεσμα την επέκταση σε ακόμη πιο σουρεάλ αποχρώσεις.

Στην αρχή έκαναν αθώα την εμφάνισή τους πιο χειροπιαστά χρώματα όπως το σκατί, το κουραδί, το τσιρλί, το κατρουλί, το μυξί, για να προστεθούν σύντομα πιο αφηρημένα «χρώματα» όπως το κλανί, το πορδί, το καμπινεδί (το οποίο απαντάται ως προσδιορισμός, π.χ. ροζ καμπινεδί), το κομοδινί κ.ο.κ., καθώς και το κλασικό πλέον σιμπιζάκι (από το γνωστό ανέκδοτο).

Έτσι πλέον μιλάμε για μία γκάμα λέξεων που χρησιμοποιούμε πια στην καθομιλουμένη και μπορεί να χαρακτηριστεί αργκό, όταν θέλουμε να περιγελάσουμε πρόσωπα, αντικείμενα και καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από περίεργες έως ανέφικτες πλην όμως γελοίες «χρωματικές αποχρώσεις». Το «κλανί» αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της εν λόγω συλλογής.

1
- Χρυσή μου, πού να στα λέω... εχτές έπεσα πάνω στην Σούλα που έβγαινε από το κομμωτήριο και κόντεψα να παραπατήσω! καλέ τι φανταχτερό κομοδινί έβαψε το μαλλί της!
- Α ναι, την είδα κι εγώ το πρωί στη στάση, καλέ αυτό δεν είναι κομοδινί, προς το πορδί φέρνει για την ακρίβεια!

2
- Κόψε σαραβαλάκι ο παππούς, πώς κυκλοφορεί ρε τούτο ακόμη!
- Κορόλα του '60 φίλε, η πρώτη που κυκλοφόρησε! και από χρώμα δεν μπορείς να πεις ε; σκίζει το τσιρλί!
- Τι τσιρλί ρε, κλανί δε λες καλύτερα;!

Οινοπνευματί Χριστουγεννιάτικη μπάλα. Η συγκεκριμένη απόχρωση απαντάται και στο μαλλί κυριών μιας κάποιας ηλικίας. (από allivegp, 17/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Σπεεεκ! Εγω προσωπικά χρησιμοποιώ το στο χρώμα του κώλου για να στηλιτεύω τους γκεύ μόδιστρους και τρις σέξι φθισικές.

#2
GATZMAN

Χρώματα κι αρώματα όπως έλεγε κι ο Ξυλούρης.
Να δούμε πότε θα βγάλουν και το σαγρέ ευκοιλί;

#3
xaxac

σωστοί !!!
ατελείωτο αυτό το οικολογικό χρωματολόγιο :)

#4
Επισκέπτης

Καταπλητκικό! Σπάνια μού συμβαίνει να γελάω τρανταχτά όταν διαβάζω κάτι μόνος μου.

Αλλά έχω ενστάσεις επί του περιεχομένου. Όλα τα ξενόγλωσσα που αναφέρεις υπήρχαν από παλιά, και είναι δόκιμες λέξεις. Είναι λογικό ότι όταν ο μέσος άνθρωπος έχει ένα λεξιλόγιο που να καλύπτει μόνο τα βασικά χρώματα, μπλε, κόκκινο κλπ., εκείνοι που τα χρώματα είναι η δουλειά τους, π.χ. μόδιστροι, διακοσμητές, και φυσικά οι ζωγράφοι, έχουν πιο εξειδικευμένο λεξιλόγιο. Και πώς αλλιώς μπορείς να περιγράψεις ένα χρώμα, παρά ως «το χρώμα κάποιου γνωστού αντικειμένου», όπως π.χ. λαχανί, πορτοκαλί; Άλλωστε και στα κοινά ελληνικά πράσινο σημαίνει «το χρώμα του πράσου», και κίτρινο «το χρώμα του κίτρου». Έτσι και στα γαλλικά βγήκαν το σιελ (ουρανί), το ροζ (τριανταφυλλί), το καφέ (στο χρώμα που έχει ο καφές -το περίπου αντίστοιχο ελληνικό είναι το καστανό, χρώμα του κάστανου) κλπ., που είτε μεταφράστηκαν είτε μεταφέρθηκαν αυτούσια στα ελληνικά.
Έτσι και το λιλά αποδίδεται επακριβώς με το ελληνικό «μενεξελί», και το αρζάν με το ἁσημί«. Ιβουάρ θα σήμαινε »ελεφαντοκοκκαλί«, αλλά δεν έχει μεταφραστεί.
Το »ποντικί«είναι τόσο απαίσιο που όντως προσφέρεται για διακομώδηση. Κι όμως μεταφράζει το γαλλικό γκρι σουρί, που θεωρείται απολύτως δόκιμο.
Επίσης έχω να παρατηρήσω ότι το »παστέλ«δεν είναι χρώμα, είναι τόνος που μπορεί να αποδοθεί σε διάφορα χρώματα (όπως λέμε γήινα /θερμά /ψυχρά κλπ. χρώματα). Και το τιγρέ και το λεοπαρδαλέ επίσης δεν είναι χρώματα, είναι σχέδια.

#5
Galadriel

Το «γκρι-σουρί» δεν είναι ποντικί - είναι γαϊδουρί. Μην τα μπερδεύουμε.

#6
iron

όχι, όχι, φιλενάς, souris είναι το ποντίκι στα γαλλικά

#7
Galadriel

Ναι; Πλάνη οικτρά τόσα χρόνια λοιπόν! Το γαϊδουρί ποιο είναι;

#8
Vrastaman

Υπάρχει και το γαϊδουρώ: υβριδικό χρώμα γαϊδάρου-καγκουρό.

#9
Επισκέπτης

Περι του χρώματος γαιδουρί:
το γαιδουρί γεννηθηκε τη δεκαετία του '80 κι αρχικά αναφερόταν αποκλειστικά στο κοντό γκριζο μαλλί με ασύμμετρες μυτες, που για λίγο υπήρξε της μοδας για μερικές ξυνές πενηνταπεντάρες, που ήταν συνήθως και κάργα ύποπτες για βαρκάδες με εξωλέσβιες.

#10
mafie

Έχω υπόψη μου δυο αποχρώσεις να προσθέσω:
1)Ροζ τουριστικό: συγκεκριμένη απόχρωση του «δερματί» που χρησιμοποιείται για να περιγράψει πέη με αυτό το χρώμα. Για να καταλάβετε, ακριβώς ίδια απόχρωση φέρουν και οι καμμένοι από τον αυγουστιάτικο ελληνικό ήλιο Σκανδιναβοί. (Δόξα και τιμή στη Μπιζελόσουλα).
2)Πακιστανί: χωρίς καμία ρατσιστική διάσταση, είναι εκείνη η απόχρωση δέρματος που έχουν οι Άραβες και οι Βορειοαφρικανοί, που δε μπορείς επακριβώς να προσδιορίσεις κατά πόσο μαύροι ή ασπρουλιάρηδες είναι. Η εν λόγω εθνικότητα («Πακιστανός») χρησιμοποιείται καταχρηστικά, καθώς το Αιγυπτί ή το Ινδί, αν και υπονοούν το ίδιο χρώμα, δεν είναι εξίσου εύηχα.