Η ψώλα, η καριόλα, η χαρχάλα γυναίκα. Προφέρεται και «πατσαούρα». χωρίς «β».
Μεταφορική χρήση της «πατσαβούρας», του πανιού που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό πατωμάτων: κάτι βρώμικο και χαμερπές δηλαδή.

- Μωρή πατσαούρα, με την αγαπημένη μου ποδοσφαιρική ομάδα!

Στα δεξιά ο Πατσιαβούρας (1988) (από PUNKELISD, 27/01/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

#1
Vrastaman

Αγνοούσα το περί πατσαούρας. Επίσης έχω ακούσει και την σχετική έκφραση μωρή τσιμούχα.

#2
xalikoutis

ά στο διά(β)ολο! άρα είναι και τοπ.ιδιωμ.

#3
poniroskylo

Λέγεται και πατσούρα. Και υπάρχει και η Πάτσα και η Βούρα

#4
acg

Οντως, και απο το «πατσουρα» βγαινει και ο χαρακτηρισμος «πατζουρι» για τις ασχημες γυναικες, κατ' αναλογιαν του «σσσωραιος» >>> «ναζωραιος» κλπ.

#5
xalikoutis

σωστό κι αυτό.....ναι αλλά το πατσαβούρα ετυμολογία κανείς;

#6
GATZMAN

Σχετικο με την πατσαβούρα κια το σχόλιο του Βράστα, για το πατσάκι

#7
Vrastaman

#8
xalikoutis

εντεμπέλεψα βράστα, εντεμπέλεψα...

#9
SOT

dfwefert

#10
patsis

Συμφωνώ με τον ορισμό στο ότι είναι χαρακτηρισμός περισσότερο ηθικός παρά αφορά την εξωτερική εμφάνιση. Αν και νεότερες ηλικίες νομίζω ότι όσο σιχαμένη κι αν είναι στο χαρακτήρα μια γυναίκα, αν είναι όμορφη, δεν θα την πουν πατσαβούρα. Θα επιλέξουν κάποιο από τα συνώνυμα του ορισμού. Έτσι θυμάμαι τουλάχιστον να το ακούω. Παρεπιπτόντως, μήπως λέγεται πιο πολύ στα βόρεια;