Στενοχωριέμαι, πικραίνομαι, νοιώθω μελαγχολία, είμαι γάμησέ τα κι άφησέ τα.

Συνεκδοχικά πίνω φαρμάκια, ρουφάω τ' αυγό μου, γεύομαι την πικρία, όντας μάρτυρας μιας άσχημης πραγματικότητας που με αφορά, λίγο ως πολύ, ή είμαι «φύση» πεσιμιστής και την πίνω γενικότερα και έχει να κάνει με καταστάσεις από «την ζουζού την αγαπώ μα μ' αρέσει κι η κοκό» μέχρι «πιες παιδί μου την πορτοκαλάδα σου¨- την πίνω μητέρα».

Θα συναντήσουμε τη φράση με ποικίλες άλλες σημασίες - δείγμα του γλωσσικού μας πλούτου.

«Όταν την πίνω την ρακί την πίνω μπαμ και κάτω γιατί βλέπω τα μάθια σου στου ποτηριού τον μπάτο»

(από pavleas, 21/02/09)

Βλ. και τον πίνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

γμω τα μύδια ;-)

#2
iron

ε τον καψερό! δικός σου είναι;;;

#3
Galadriel

Ερώτηση: το «τον ήπιαμε» είναι άλλη μορφή του ίδιου λήμματος; βλ. μήδι 3 εδώ- «τον ήπιαμε τον τιμημένο». Ή πάει χώρια;

#4
pavleas

Λόγω καβουροσλαγκικής «ασαυρίας» (άσε γι' αύριο) δεν είδα το λήμμα του acg τον ήπια που καλύπτει επαρκώς το θέμα.
Το λόσκυ δεν είναι δικό μου-με αντιπροσωπεύει όμως σε τέτοιες στιγμές.. Στο για τα σχόλια.