Νογάς, β' ενικό πρόσωπο.

Ρήμα που χρησιμοποιείται για να τονίσει την ανικανότητα του συνομιλητή να κατανοήσει, πραγματοποιήσει, ανταποκριθεί στις παρούσες προσδοκίες της περιστάσεως.

  1. Ρε φίλε,σου λέω 2 κουβέντες και συ δε νογάς!

  2. - Έλα μαν, παίχτηκε σκηνικό με Σίσσυ τελικά; - Είναι κολλημένη ρε, δε νογάει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τελευταίος των τελευταίων, αυτός που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, ο πρωτόγονος, ο χείριστος που ανήκει σε χαμηλότερη βαθμίδα συμπεριφόράς και εμφάνισης απο τον καγκουροκάγκουρα!!

  1. - Κοίτα τους αρούγκανους πώς την πέφτουν σε όποια γκόμενα περνάει... Έλεος!

  2. - Ήμασταν Σπέκτρα χτες που λες, φωνάζει κάποιος «Μάγκες ξύλο» και βγήκαν όλοι οι αρούγκανοι έξω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία