Εξαπάτηση, δολιοφθορά σε βάρος τρίτου. Συν. ~πουστιά (χρησιμοποιείται και ως ρήμα λεζάρω).
Δύσκολη κατάσταση. Συν. ~ζόρι.
Ο δικός σου πήγε εκεί για να πάρει πιο φτηνά το αμάξι, αλλά του πέξανε χοντρή λέζα και του δώσανε ένα χιλιοτρακαρισμένο.
Άσε, είναι άρρωστη η μάνα του και τραβάει μεγάλη λέζα.