Tρελάθηκε, εξεπερτσίκωσε, εκουζουλάθηκε, ετροζάθηκε, εξεσβούραρε (ιιιεέπ, δικό μου το λήμμα), τού' στριψε, ελύσσιαξε όπως το σκύλο που κόβει την αλυσίδα όντε λυσσιά, οντέ γυρνά και γυαλίζει το μάτι του, και αποκτά υπερκύνεια δύναμη, και στρίβει την αλυσίδα και τηνε τραβά ώσπου τηνε σπα. Ανάλογη μεταφορική έκφραση υπάρχει από τα αφηνιασμένα άλογα που κόβουνε καπίστρι.
Ο ορισμός προστίθεται στον ήδη υπάρχοντα του αυτοχτονημένου για να επισημανθεί ότι το κόψιμο της αλύσου και η αποδέσμευση από συμβάσεις και περιορισμούς που αυτή ανακλά/συνεπάγεται δεν είναι απότοκο έλλογης απόφασης αλλά χάλασης του λογικού λόγω χαλάρωσης της βαλβίδας συμπίεσης των ορμών.
Σύμφωνα με τον Ιησού η φράση απαντά και χωρίς άρθρο («κόβω άλυσο»).
Σλανγκασίστ μέσω ΔΠ από τη Mes και τη σχωρεμένη της γιαγιά της (σπεκ και στις δυο).
- Ο Παντελής μωρέ απόθανε; Απού 'χενε τσι ζωοτροφές;
- Ντα δε γατέεις μρε ίντα 'παθε;
- Όι...
- Αυτός μρε είχενε μια γυναίκα και του καθάριζε πότες πότες το σπίτι, κι αυτή την έβαλε ο δήμαρχος απού 'χανε διαφορές να πει ότι τση βίασε λέει την κοπελία τζη, 16 χρονώ, ο Παντελής, αυτός 60 χρονώ, απού δεν είχενε πειράξει άνθρωπο γενομένο... και τονε πήγε στο δικαστήριο κι αθωώθηκενε μα τονε ξεγιβεντίσανε στο χωρίο, τό 'πενε θαρρώ και η τηλεόραση το τοπικό κανάλι...
- Ίντα λέεις μωρέ...
- Ναι, κι έκοψεν άλυσο ο κακορίκος [=κακορίζικος]... κι είχενε πάει μιαν εβδομάδα σ' ένα σπήλιο κι εκοιμούντανε κι ετές τονε πήρανε και τονε πήγανε στη Σούδα [παγκρήτιο ψυχιατρείο μέχρι πριν λίγα χρόνια], κι εκειά θαρρώ επόθανε...
- Ο διάλε διάλε τα ύστερα του κόσμου μρε Μανούσο... να κεράσω μρε πράμ' ακόμης;
- Θαρρώ πως έχει επά το Ρουσιό τσ' εκατό πίπες και δε με νοιάζει να πιούμε ένα...