Κάποιος που είναι φρεσκολουσμένος, φρεσκοξυρισμένος, και κατεπέκταση, περιποιημένος, στην τρίχα.

- Όπα; Τί φρεσκαδούρες είν' αυτές ρε μεγάλε;
- Άσε, φίλε, παίζει γκομενάκι. Πρώτο ραντεβού κι' έτσι.
- Και γιατί πας έτσι ρε, σα μουνί κλαμένο;
- Κόφ' το ρε μάλαξ. Η τύπα είναι κυριλέ.
- Μάιστα. Ακόμα δεν την γνώρισες καλά-καλά, σ' έβαλε να ξυρίσεις και μουστάκι να 'ούμε...

Δες και σένιος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνήθως το φρέσκο λαχανικό ή φρούτο.

- Πάλι φρεσκαδούρα μήλα σου ξηγήθηκα, καυτευθείαν απ' τον μπαξέ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το φρέσκο, το νέο αίμα, το καινούργιο.

- Με τη Μαρία, πώς πάει, όλα καλά;
- Ποια Μαρία, πάει αυτή... Βγαίνω με ένα 20χρονο ξανθό, φρεσκαδούρα σου λέω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε