Τα παράπονα, οι αυστηρές επιπλήξεις, το ξέχεσμα, ιδίως όταν ο αποδέκτης όλων αυτών δεν μπορεί καν να μιλήσει για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, πράγμα που συμβαίνει κατεξοχήν στα στρατόπεδα ανάμεσα σε φαντάρους/κατώτερους και ανώτερους ή στον εργασιακό χώρο, ανάμεσα σε υφιστάμενους και προϊσταμένους.

Ο ενεργητικός τύπος είναι ρίχνω σκατό ή σκατώνω, ενώ ο παθητικός τρώω/ακούω σκατό.

Βλέπε και τρώω το σκατό.

  1. (από εδώ)
    «Να σημειωθεί ότι ναι μεν έχεις κοντά σου (δίπλα σου κυριολεκτικά) τον Ταξίαρχο, αλλά δεν πρόκειται να ασχοληθεί με εσάς, αφού όλον τον καιρό θα τριγυρνά στις υπόλοιπες μονάδες του νησιού για να ρίχνει σκατό στα στρατόπεδα και τους διοικητές που δεν γουστάρει.»

  2. (φαντάρος πάει να μπει στους θαλάμους και τον προλαβαίνει άλλος) - Σειρά πρόσεχε, είναι πάνω ο στρατοπεδάρχης και σκατώνει κόσμο!
    - Ωχ, τον πούλο τον τρεχάτο!

  3. (στο ΚΨΜ)
    - Φτιάξε μου έναν καφέ γιατί δεν την παλεύω μία...
    - Τι έγινε;
    - Άσε, δυο ώρες έχω κοιμηθεί μόνο και άκουσα και μισή ώρα σκατό από τον διοικητή στην πύλη...

  4. (σε ένα γραφείο μεταξύ συναδέλφων)
    - Λείπει ο διευθυντής σήμερα...
    - Επιτέλους, να και μια μέρα που δεν θα φάμε σκατό!

(από gaidouragathos, 28/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μωρό, το μικρό παιδάκι αλλά και ο έφηβος, νέος και νεώτερος.

Χρησιμοποιείται από γονείς και πολύ κοντινούς συγγενείς για βρέφη και μικρά παιδιά με χαϊδευτική διάθεση ιδίως όταν κάνουν σκανδαλιές ή νάζια . Πιθανώς επειδή τα μικρά παιδιά είναι σκατομηχανές, αλλά και με μια προοπτική όγκου (μικρά), αλλά και για να ξορκίσουν το κακό μάτι (από όπου προέρχεται και η φράση «σκατά στα μάτια μου» όταν αποκαλούμε π.χ. ένα παιδάκι «όμορφο» ). Υπάρχει και σε σκατούλι, σκατουλάκι.

Επίσης χρησιμοποιείται ειρωνικά για εφήβους ή νέους από μεγαλύτερους, όταν κάνουν κάτι που δεν συνάδει με την ηλικία τους. Συνήθως στην έκφραση «μια σταλιά σκατό».

Παρατήρηση 1: το παρόν λήμμα χρήζει λημματογράφησης γιατί παρόλο που χρησιμοποιείται πολύ, δεν υπάρχει με τέτοιο ορισμό στα λεξικά. 'Ενας φόρος τιμής σε όλους τους χαζογονείς!

Παρατήρηση 2: το παρόν λήμμα χρήζει επίσης λημματογράφησης διότι φανταστείτε την έκπληξη ενός ξένου λάτρη της Ελληνικής γλώσσας όταν ακούει ‘Έλληνες γονείς να αποκαλούν τα παιδία τους έτσι! Οποία ντροπή!

  1. - Αχ το μωράκι μου, μωρέ! Χαμογελάς βρε; Αχ, γούτσου-γούτσου! Μαίρη, Μαίρη, τρέχα! Είπε αγκού! Πανέξυπνο είσαι! Του μπαμπά μοιάζεις! Τρέχα σου λέω! Μάκια – Μάκια! Γκίλι-Γκίλι!
    - Πρρρρρρρρουυυίτ! Πριιιιτ!
    - Βρε σκατό, θα μας χέσεις κιόλας; Πάει, μας έκαψες τα τσίνορα!

  2. - Αυτός ο Μάκης, μια σταλιά σκατό, ακόμα δεν βγήκε από την κούνια του και μας πουλάει μούρη το νιάνιαρο!
    - Καλά, κούλαρε, του ρίχνεις μόνο δυο χρονάκια και μη ξεχνάς ότι έχει και δύο μάστερ. Και μην γίνεσαι σπασοκλαμπάνιας, να σε βοηθήσει θέλει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία