Συναντάται και με την προσθήκη του «ντάλα μεσημέρι».

Χρησιμοποιείται ως εξής:

  1. Για να υποδηλώσει κοπιαστική έως εξαντλητική χειρωνακτική (και όχι μόνο) εργασία (παράδειγμα 1).

  2. Ως σεξουαλικό υπονοούμενο για το άγριο και αχαλίνωτο σεξ (παράδειγμα 2).

  1. - Μάστορα, αύριο έχουμε μπετά στην οικοδομή;
    - Ναι ρε. Βάρα μανέλα από το πρωί.

  2. - Κολλητέ, νομίζω ότι το παρακάνατε με τη Λουκία εχθές. Στο ρετιρέ ακουγόσασταν.
    - Τι να σου λέω. Τα είδα όλα. Βάρα μανέλα ντάλα μεσημέρι. Κλατάρισα. Λουμπάγκο έχω πάθει.

(από dimitriosl, 19/03/10)Μανέλα (από poniroskylo, 21/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία