Άτομο που ό,τι σχετίζεται μ' αυτό είναι υπερβολικά κιτς.

Παράγωγα: καρακιτσάτος/-η/-ο, καρακιτσαριό

— Φιλαράκι, αγόρασα ένα πουκαμισάκι πολύ άψογο, σου λέω. Το ένα μανίκι λαχούρι, το άλλο εφημερίδα, και τα κουμπιά προσομοίωση μπάλας ποδοσφαίρου. Γαμάτο σου λέω!
Πού πας ρε καρακίτσο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία