Το νυχάκι που αφήνουν κάτι καδενάκηδες κωλόγεροι -συχνά ταρίφες- στο μικρό νύχι, νομίζοντας ότι είναι μαγκιά, και το χρησιμοποιούν για να καθαρίζουν παντός είδους κοιλότητες του σώματος (του δικού τους και άλλων).

Συνώνυμο: ταξιτζίδικο (νύχι)

- Είδες ένα τσαπόνυχο που είχε στο δαχτυλάκι ο μπαρμπα-Μήτσος;
- Αν είδα, λέει... Τρισάθλιο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνθετη λέξη, από την τσάπα και το νύχι. Περιγράφει το νύχι που έχει καιρό να κοπεί και θα μπορούσε άνετα να κάνει και δουλειά εκσκαφέα.

Μα καλά χρυσέ μου, τι τσαπόνυχο είναι αυτό που έχεις αφήσει;

(από missminidriver, 29/04/10)Miss Minnie Driver (από Vrastaman, 29/04/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία