Ημιαπασχολούμενος (εντελώς ημί όμως) εργαζόμενος που δουλεύει αναπληρώνοντας σε απουσίες, άδειες και ρεπό τακτικό προσωπικό ορισμένων επιχειρήσεων.

Οι ρεπατζήδες, οι οποίοι εργάζονται στη χάση και στη φέξη και ανασφάλιστοι, απαντώνται συνήθως στον χώρο της διασκέδασης και των νυχτερινών μαγαζιών αν και τα τελευταία χρόνια τείνουν να εξαφανιστούν καθώς οι ελαστικές -μη χέσω- μορφές εργασίας τείνουν να γίνουν το βασικό μοντέλο στην χώρα.

Σημείωση: στη Γερμανία οι ρεπατζήδες γυναικολόγοι βγάζουν περισσότερα γκαφρά από τους τακτικούς λόγω κάποιων ειδικών διατάξεων στη φορολογία και τις εφημερίες.

Καλά που έχουμε και το Γιάννη και θα λείψω αύριο. Θα μου κάνει το ρεπό, αν και τον ντρέπομαι ρε πστ μετά από τόσον καιρό.

Οργανο βασανιστηρίων του ρεπατζη Γυναικολόγου. (από perkins, 03/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία