γαμώφωτο, το (ουδ.)

Ο «ρομαντικός» φωτισμός, ο χαμηλός, αυτός που προετοιμάζει το έδαφος για γαμησάκι... Συγγενής λέξη με τη γαμωτζάζ. Λέγεται και γαμησόφωτο.

Σχετικά με το θέμα της ορθογραφίας όπου ξενίζει το γαμω-, βλ. το σχόλιο που βάζω επί τη ευκαιρία στο λήμμα γαμο-.

- Λες να έχω πρεσβυωπία; Προσπαθώ να διαβάσω και δεν βλέπω την τύφλα μου...
- Ε άναψε κανα φως που προσπαθείς να διαβάσεις με το γαμώφωτο ρε πστ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία