Εσχάτως έχει διαπιστωθεί από σχετικά μικρό κύκλο ατόμων το εξής φαινόμενο: λέξεις σχετικά εύκολες, οι οποίες αναγραμματίζονται ή καλύτερα αντιστρέφεται η σειρά των συλλαβών με τέτοιον τρόπο, ώστε αφενός η νέα λέξη να μη σημαίνει τίποτα, αφετέρου δε αν κάποιος προσπαθήσει να την επαναλάβει πολλές φορές κολλητά να προκύπτει η κανονική λέξη.

Ίσως σε μερικούς να θυμίζει λογοπαίγνια δημοτικού, όμως η συνεχόμενη προσπάθεια εξεύρεσης τέτοιων λέξεων μπορεί όντως να διαμορφώσει ένα νέο λεξιλόγιο, το οποίο δεν είναι εύκολο να γίνει αντιληπτό από τους ακροατές.

- Σοσβά που είσαι;
- Άσε ρε ψηλέ, πήγα από το γραφείο της ντρηχό (ή της ντρηχούς) και σιχάθηκα τη ζωή μου έτσι που την κόζαρα. Εσύ πού είσαι;
- Τάσκα και εγώ. Πήγα στο μαγαζί του πούσπα με το λόσκυ και εκείνος έκανε σαν στησπού από τον φόβο του λες και είδε κανένα πίτμπουλ.
- Κατάλαβα, ραδεσκού δηλαδή. Τίποτα άλλο;
- Τούλεσκα και λίγα λες. Μετά πέρασα από τον Κημά να τού αφήσω κάτι κωλόχαρτα και άραξα να Αριστοτέλους να πιω μια ξεγυρισμένη φράπα να στανιάρω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία